27/2/16

Το γλυπτό του «θνήσκοντος Γαλάτη» στη Ζάκυνθο - La statua del “Galata morente” a Zante

Το γλυπτό του «θνήσκοντος Γαλάτη» στη Ζάκυνθο

Του Αρχιμ. Διονυσίου Λυκογιάννη
Ιεροκήρυκα Ι.Μ. Ζακύνθου-Υποψ. PhD Θεολογίας

Αφορμή για την παρούσα μικρή έρευνα στάθηκε κυρίως η δημοσίευση στο διαδίκτυο μιας οικογενειακής φωτογραφίας από τα μέσα του 20ου αι. στην πλατεία Σολωμού από το φωτογραφικό αρχείο του κ. Διονυσίου Κ. Γκούσκου (Φωτ. 1).
 Η δημοσιοποίηση αυτής αλλά και ετέρων προγενέστερων φωτογραφιών (Φωτ. 2, 3, 4, οι φωτογραφίες προέρχονται από τα αρχεία του κ. Α. Στάβερη-Πολυκαλά και του κ. Σ. Αγγελόπουλου), 




έδωσε την ευκαιρία σε εμάς του νεότερους να ανακαλύψουμε-γνωρίσουμε άγνωστους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, οι οποίοι θα παρέμεναν «θαμμένοι» εξαιτίας των καταστροφών αλλά και της λήθης των γηραιοτέρων.
Η φωτογραφία παρουσιάζει δύο νεαρά πρόσωπα μπροστά σε κηπάριο στη βορειοδυτική πλευρά της πλατείας, σύμφωνα με την μαρτύρια του κ. Ανδρέα Στάβερη – Πολυκαλά τον οποίο ιδιαίτερα ευχαριστώ για τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες που αφορούν την προσεισμική Ζάκυνθο. Στην πίσω δεξιά γωνία διακρίνεται το νεοκλασικό κτίριο της Εμπορικής Τράπεζας με ξεκάθαρη την επιγραφή, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου και μπροστά πλαγίως δεξιά της Τράπεζας το άγαλμα του «θνήσκοντος Γαλάτη» (Εικ. 5).
Η βάση του αγάλματος αποτελείται από ένα μάλλον χαμηλό ορθογώνιο κρηπίδωμα,  ακολουθεί ορθογώνιο βάθρο, στο οποίο εδράζεται ιωνικός κίονας με βάση και κομμένο χαμηλό κορμό. Πάνω στον στύλο είναι τοποθετημένη η ωοειδής βάση του αγάλματος στο σχήμα του μαρμάρινου γλυπτού. Με βάση τη διαφορά χρώματος στην ασπρόμαυρη φωτογραφία και το ότι το μάρμαρο ήταν ακριβό και εισαγόμενο, κάνουμε την υπόθεση ότι η ωοειδής βάση, το κρηπίδωμα και το βάθρο θα ήταν από ντόπια πέτρα και η βάση του κίονα λόγω της λεπτής επεξεργασίας από μάρμαρο. Το όλο σχήμα της βάσης ανήκει στις διακοσμητικές αντιλήψεις του όψιμου Νεοκλασικισμού με στοιχεία αρχιτεκτονικά, όπως εκφράστηκε στο γύρισμα του 20ου αι. κυρίως στην Αθήνα σε δημόσια κτίρια ή ταφικά μνημεία. Το παράδειγμα της Ζακύνθου θα το θεωρήσουμε κάπως τολμηρό, μιας και στον κίονα δεν τοποθετήθηκε κάποιο όρθιο άγαλμα, όπως σε αυτά της Ακαδημίας Αθηνών ή κάποια προτομή ακολουθώντας την κάθετη γραμμή της κατασκευής αλλά ένα ξαπλωμένο ανακεκλιμένο σώμα, με την πρόθεση να τονιστεί περισσότερο η μορφή του αγάλματος.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της ζακύνθιας εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 13ης Ιανουαρίου 1951 το άγαλμα «του θνήσκοντος Γαλάτου» βρισκόταν στην πλατεία Σολωμού σπασμένο. Στο φύλλο 187 της 3ης Αυγούστου 1952 της ίδιας εφημερίδας αναφέρεται «ότι το άγαλμα του Γαλάτη το οποίον αφηρέθη εκ του ενός Δημοτικού κηπαρίου ίνα εις την θέσιν του τοποθετηθή η προτομή του επιφανούς Ζακυνθίου Τερτσέτη ευρίσκεται ανέπαφον ως και το σχετικόν βάθρον του και εντελώς προφυλαγμένον παρά της Δημοτικής Αρχής εις την οικίαν Φώσκολου, προς τον σκοπόν όπως τοποθετηθή εις άλλην κατάλληλον θέσιν. Η μόνη βλάβη την οποίαν έχει είναι η μη ύπαρξις των δύο χειρών του αγάλματος οίτινες έχουσιν καταστραφή από βομβαρδισμόν κατά την περίοδον της εχθρικής κατοχής».
Με αφορμή το παραπάνω δημοσίευμα και την απομάκρυνση του πληγωμένου από τους βομβαρδισμούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο του αγάλματος από την πλατεία Σολωμού, στάλθηκε στην ίδια εφημερίδα επιστολή από τον Αντώνιο Κομούτο στην οποία εξιστορείται όλο το ιστορικό του συγκεκριμένου αγάλματος. Το άγαλμα αναφέρεται ως αυθεντικό έργο του Τενεράννη (Φωτ. 6), 
μαθητή του Αντωνίου Κανόβα και ανήκε στην καλλιτεχνική συλλογή του φιλότεχνου Κόμητος Καίσαρος Ρώμα (Φωτ. 7). 
Δωρήθηκε στον Δήμο Ζακυνθίων το 1905 από τη χήρα σύζυγό του Κόμησσα Μαρία Κοζάκη-Τυπάλδου, με παρότρυνση του ανιψιού της Αντωνίου Κομούτου. Είναι η εποχή που οι πλατείες έχουν αρχίσει να αλλάζουν χρήση και από εμπορικά μόνον κέντρα και χώροι εκδηλώσεων, γίνονται χώροι περιπάτου και αναψυχής. Στο άστυ της Ζακύνθου δημιουργούνται νέες πλατείες, όπως αυτή του Διονυσίου Σολωμού και στην περιοχή του Άμμου κατ΄ απαίτηση θα λέγαμε της αστικής τάξης, που επιθυμεί μεταξύ άλλων την εξωτερίκευση της εκλεπτυσμένης τέχνης, που μέχρι τότε συνήθως περιοριζόταν στις εσωτερικές διακοσμήσεις των παλιών αρχοντικών, ναών και τα μεγαλόπρεπα οικοδομήματα. Η επιστολή έχει ως εξής:  
Εκ μέρους του Κόμητος Αξιοτίμου κ Αντωνίου Κομούτου ελάβομεν την κάτωθι επιστολήν την οποίαν ευχαρίστως δημοσιεύομεν.
Έγκριτον «Καθημερινή» Ζακύνθου
Επειδή κατ΄ αυτάς η εγχώριος δημοσιογραφία ησχολήθη με το αγαλμάτιον του Δημοτικού ανθώνος του προ του Υποκαταστήματος της Εμπορικής Τραπέζης και ήδη μετατοπισθέντος, λαμβάνω την τιμήν αλλά θεωρώ και επιβεβλημένον καθήκον μου να πληροφορήσω δι΄ Υμών πάντα Ζακύνθιον αλλά και πάντα φιλότεχνον τα εξής: Το αγαλμάτιον τούτο κατά το έτος 1905, κατά παράκλησίν μου και τη εισηγήσει μου ως πληρεξουσίου της θείας μου Κομήσσης Μαρίας χήρας Καίσαρος Ρώμα διαμενούσης τότε εις Αθήνας, εδωρήθη δι΄ εμού, ως εκπροσώπου της εις τον Δήμον Ζακυνθίων, επί Δημάρχου Αντωνίου Μακρή.
Το ιστορικόν το αυθεντικόν του αγαλματίου τούτου είνε, ότι ανήκεν εις την καλλιτεχνικήν συλλογήν του εκ μητρικής γραμμής θείου μου κόμητος Καίσαρος Κ. Ρώμα, συζύγου της δωρήτριας, ο άνω ρώμας αξιωματικός εκ της Στρατιωτικής Σχολής των ανωτέρων γενικών επιτελών της Γαλλίας, Υπασπιστής και διαγγελεύς του Βασιλέως Όθωνος τον παρηκολούθησε και εις την εξορίαν του. Ο Καίσαρ Ρώμας ήτο ωραιοπαθής φιλότεχνος, συνέγραψε δε και περισπούδαστον δυσεύρετον νυν μελέτην Γαλλιστί δια τας καμπύλας του Παρθενώνος «Ses courbes du Parthènon»  μελέτημα καλλιτεχνικόν και μαθηματικόν. Η συλλογή του η καλλιτεχνική ήτο εκ των σπανίων.
 Εκ της συλλογής του το εν λόγω αγαλμάτιον διεκρίνετο διότι ο ίδιος μου το διαβεβαίωσεν αλλά και άλλοι διάσημοι και ειδικοί επίσης, ότι το έργον είνε του Τενεράννη του διαπρεπούς μαθητού του Αντωνίου Κανόβα. Το αγαλμάτιον τούτο δεν παριστάνει τοξότην ουδέ Γαλάτην ουδέ άλλην αντιγραφήν, αλλά είνε γνήσιον πρωτότυπον έργον του Τενεράννη, παριστάνει δε τον γλαδιατόρον (ρομφαιούχον) θνήσκοντα. Διαπιστώσαντες εις εμέ και εκτιμήσαντες τον καλλιτεχνικόν τούτον θησαυρόν κτήμα του Δήμου Ζακυνθίων, είνε ο αείμνηστος μέγας πατριώτης Γεώργιος ο Β΄, ο λάτρης της Ζακύνθου αρχιδουξ Λουδοβίκος Σαλβατωρ η διαπρεπής συγγραφεύς Σοφία Μπακουνέν, οι συντηρηταί του Μουσείου του Λούβρου της γλυπτικής και ζωγραφικής κ.κ. Metlen και Bèau η μεγάλη συγγραφεύς και σύζυγος του τότε Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Ελεονώρα Ρούσβελτ.
Δια πάσαν άλλην πληροφορίαν τίθεμαι εις την διάθεσίς σας.
Το δι΄ εμού διαβιβασθέν τη θεία μου ευχαριστήριον του Δημ. Συμβουλίου του Δήμου Ζακυνθίων θα η εν τοις πρακτικοίς του έτους 1905.
 Μετ΄ ιδιαζούσης τιμής
Αντώνιος Κομούτος  
Ο Α. Κομούτος, μη γνωρίζοντας επακριβώς το ιστορικό περί της αποδόσεως του θέματος της μορφής του πληγωμένου ανδρός, προασπίζεται την αυθεντικότητα της δημιουργίας του Tenerani επικαλούμενος μάλιστα τις γνώμες επιφανών και γνωστών για τους Ζακυνθίους προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών, απορρίπτοντας την επικρατούσα άποψη του θνήσκοντος Γαλάτη, θεωρώντας ότι απεικονίζει έναν μονομάχο «γλαδιατόρον».
Η φωτογραφία και η έλλειψη άλλων μέχρι τώρα μαρτυριών δεν μας βοηθούν στην επαλήθευση των γραφομένων από τον Α. Κομούτο. Στη φωτογραφία διακρίνεται ότι το μαρμάρινο γλυπτό αποτελούσε αντίγραφο του αντίστοιχου που βρίσκεται στην αίθουσα του Μονομάχου ( Sala del Gladiatore) στο Μουσείο του Καπιτωλίου στη Ρώμη με την ονομασία «ο θνήσκων Γαλάτης» (Φωτ. 8). 
Το συγκεκριμένο πρόκειται για έργο της ρωμαϊκής περιόδου το οποίο βρέθηκε τον 17ο αι. και ανήκε στη συλλογή της οικογενείας Ludovesi,  για να αγοραστεί το 1737 από τον Πάπα Κλήμμεντα XII και να τοποθετηθεί στη συνέχεια στο Μουσείο Καπιτωλίου. Θεωρήθηκε ότι απεικονίζει μονομάχο με επικρατέστερη άποψη όμως αυτήν του ετοιμοθάνατου Γαλάτη, αντίγραφο αφιερώματος του  Αττάλου Α΄ ηγεμόνα της Περγάμου, ο οποίος επέτυχε νίκη κατά των Γαλατών που μάστιζαν τις μικρασιατικές πόλεις.
Το γλυπτό απεικονίζει έναν μαχητή, ο οποίος καθιστός με λυγισμένα γόνατα και στηρίζοντας το σώμα με το δεξί του χέρι, έπεσε πληγωμένος στο πλευρό πάνω στην ασπίδα, έχοντας στα πόδια σπασμένη την κεράτινη σάλπιγγα και το ξίφος δίπλα. Είναι αξιοθαύμαστη η ρεαλιστική απεικόνιση της έκφρασης του πόνου και της θαρραλέας αντιμετώπισης του επερχομένου θανάτου, που επιτυγχάνεται πέρα από τη στάση του σώματος και με τις μυϊκές συσπάσεις του προσώπου (Φωτ. 9).  
Το έργο διάσημο από την αρχαιότητα αποτέλεσε μέχρι τον 19ο αι. πηγή έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών, αντίγραφο του οποίου είναι και αυτό που σωζόταν στη Ζάκυνθο, του διάσημου Ιταλού γλύπτη Pietro Tenerani. Ο Tenerani γεννήθηκε το 1789 στο Torano ένα μικρό χωριό της Carrara και έζησε κυρίως στη Ρώμη όπου και πέθανε το 1869. Υπήρξε μαθητής του Antonio Canova και του Δανού Bertel Thorvaldsen. Το 1856 έγινε διευθυντής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Αγίου Λουκά στη Ρώμη, το 1858 Πρόεδρος των Μουσείων Καπιτωλίου και το 1860 Διευθυντής των Μουσείων του Βατικανού. Ο «Γαλάτης» της Ζακύνθου πληγωμένος από τους βομβαρδισμούς της Κατοχής, όπως διακρίνεται στη φωτογραφία, με αποκομμένα τα χέρια αποσύρθηκε για φύλαξη στο σπίτι του Φώσκολου το διάστημα 1951-1952 και από τότε αγνοείτε η τύχη του. Η καταστροφή της Ζακύνθου τον Αύγουστο του 1953 και η φωτιά που ακολούθησε κατέστρεψαν την οικία του Φώσκολου και εάν το έργο είχε παραμείνει εκεί, μαζί με την πόλη το πιθανότερον εξαφανίστηκε κι αυτό.        

 (Δημοσιεύτηκε στην εφ. ΕρμήςΖάκυνθος 26-2-2016)