28/7/10

Ο ναός της Αγίας Θεοδώρας στην Άρτα

Η Αγία Θεοδώρα Βασίλισσα της Άρτας, γεννήθηκε το 1210 στα Σέρβια. Ήταν κόρη του Ιωάννου Πετραλίφα, σεβαστοκράτορος και διοικητού της Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Με το θάνατο του πατέρα της μεταξύ 1224 - 1230, ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας ανέλαβε την προστασία της. O διάδοχος και ανιψιός του Μιχαήλ Β΄ την παντρεύεται για να την εγκαταλείψει στη συνέχεια για μια αρτινή αρχόντισσα. Μετά από έτη αυτοεξορίας και περιπλάνησης σε καταστήσει ένδειας, μαζί με τον υιο της Νικηφόρο Κομνηνό Δούκα, ο λαός της Άρτας την επαναφέρει στα ανάκτορα και στο σύζυγό της. Η ίδια συνεχίζει το έργο της φιλανθρωπίας που είχε ξεκινήσει ενώ ο Μιχαήλ επιδίδεται σε έργα μετανοίας. Αποκτούν άλλα τέσσερα παιδιά, τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ και σχεδόν σαράντα χρόνια έγγαμου βίου, η Θεοδώρα περιβάλλεται το μοναχικό σχήμα, ζώντας για μια δεκαετία ως μοναχή στη μονή του Αγίου Γεωργίου. Κοιμήθηκε πιθανόν το 1280 σε ηλικία 70 ετών και ετάφη στο νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου, σημερινός ναός της Αγίας Θεοδώρας. Η μνήμη της τιμάται στις 11 Μαρτίουα και είναι η πολιούχος της Άρτας.
Ο ναός κτίστηκε τον 11ο αι. σε μορφή τρίκλιτης βασιλικής. Το 1270 η βασίλισσα Θεοδώρα ανακαίνισε την εκκλησία, που λειτουργούσε σαν γυναικείο μοναστήρι, και πρόσθεσε το νάρθηκα και τα δύο αετώματα. Τον 13ο αι. προστέθηκε ο εξωνάρθηκας και οι δύο πεσσοστήρικτοι παρανάρθηκες. Εσωτερικά ο ναός διατηρεί μεγάλο μέρος της γλυπτής και γραπτής του διακόσμησης. Οι τοιχογραφίες πρέπει να έγιναν σε 4 φάσεις με παλαιότερη του 13ου αι. . Στην είσοδο του ναού σώζεται ο τάφος της Αγίας, αλλά όχι στην αρχική του μορφή, γιατί όταν τον άνοιξαν για να γίνει η αποκομιδή των λειψάνων αναγκάστηκαν να καταστρέψουν το μαρμάρινο περίβλημά του.

25/7/10

Εσπερινός της οσιομάρτυρος Αγίας Παρασκευής στην Μπόχαλη

Στην ανακαινισμένη τα τελευταία χρόνια, εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στην Μπόχαλη γιορτάστηκε με λαμπρότητα και φέτος η μνήμη της αθλοφόρου οσιομάρτυρος Αγίας Παρασκευής. Ο πανηγυρικός εσπερινός, η γραφική λιτανεία στα δρομάκια του όμορφου αυτού προαστίου κατά τη δύση του ηλίου υπό τη συνοδεία της φιλαρμονικής του Δήμου Ζακυνθίων και με το αεράκι που φυσούσε, μας έδωσε την ευκαιρία μες τον καύσωνα του καλοκαιριού να δροσιστούμε πνευματικά και σωματικά, μέσα σε κλίμα ψυχοσωματικής ευφορίας. Να αναφέρουμε ότι ο ναός μαρτυρείται από το 1514 και στο διάβα των αιώνων ανακαινίσθηκε αρκετές φορές. Πριν από μερικά χρόνια συντηρήθηκε το κτίσμα και ο καλλιτεχνικός εσωτερικός του διάκοσμος από την 20η Εφορεία Βυζ. και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων.

20/7/10

Αγία Μαρία η Μαγδαληνή

Σταχυολογήματα από τον Βίο της και την ιστορία του ομώνυμου ναού στις Μαριές Ζακύνθου
Μια από τις άγιες ψυχές που αγάπησαν ολόθερμα τον Δημιουργό των πάντων, είναι και η Ισαπόστολος και Μυροφόρος του Χριστού Μαρία η Μαγδαληνή, η «σπουδαιοτάτη…τέτραθλος καί ἀνδρεία γυνή» κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Γεννήθηκε στην κώμη Μάγδαλα, κοντά στη λίμνη Τιβεριάδα. Από τον τόπο καταγωγής της πήρε και την ονομασία Μαγδαληνή. Οι γονείς της ο Σύρος και η Ευχαριστία, εύποροι και ονομαστοί στον τόπο τους για την ευγένεια και την προσήλωσή τους στον Μωσαϊκό Νόμο, δημιούργησαν όλες εκείνες τις πνευματικές προϋποθέσεις για τη γνωριμία της Μαρίας με τον Ιησού. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας αναφέρει ότι μεταξύ των γυναικών που ακολουθούσαν τον Χριστό, ήταν και η Μαρία η Μαγδαληνή, από την οποία είχαν εκδιωχθεί επτά δαιμόνια. Περί τούτου οι Πατέρες της Εκκλησίας συμφωνούν ότι ό­πως ακριβώς τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος ο­νομάζονται συνωνύμως επτά πνεύματα, καθώς ο μέγας Ησαΐας τα αρίθμησε: «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής, πνεύμα ισχύος και γνώσεως και ευσέ­βειας και φόβου Θεού», έτσι αντιθέτως και οι ενέργειες των δαιμόνων λέγονται δαίμονες. η ακηδία, η φειδωλία, η απείθεια, ο φθόνος, το ψεύδος, η απλη­στία και κάθε πάθος είναι συνώνυμο του δαίμονος που το γέννησε. Δεν ήταν λοιπόν καθόλου απίθανον και αδύνατον και η Μαρία η Μαγδαληνή να υποδουλώθηκε σε κάποια επτά πά­θη, από τα οποία λυτρώθηκε και ύστερα έγινε μαθή­τρια του Σωτήρος.
Η εκδοχή ότι πρόκειται για την μετανοημένη αμαρτωλή και πόρνη γυναίκα, θεωρία άγνωστη στα Ευαγγέλια, παρέμεινε και παραμένει άγνωστη στην ορθόδοξη παράδοση σε αντίθεση με την Ρωμαιοκαθολική παραδοση, της οποίας κάποιοι εκφραστές παρερμήνευσαν ευαγγελικές περικοπές.
Από την θεραπεία της και ύστερα, η Μαρία η Μαγδαληνή δεν απομακρύνθηκε από τον Χριστό. Τον ακολουθούσε πιστά μαζί με την Παναγία Μητέρα Του και τις άλλες σεμνές Μυροφόρες. Ακόμη και στην πορεία προς τον σταυρικό θάνατο του Κυρίου, όταν οι υπόλοιποι μαθητές εκτός του Ιωάννη, δείλιασαν και Τον εγκατέλειψαν «δια τον φόβον των Ιουδαίων», η Μαρία παραστέκεται και παρηγορεί την πονεμένη Μητέρα Του δίπλα στο σταυρό. Παρακολουθεί την Αποκαθήλωση, την Ταφή Του και στη συνέχεια, αφού πέρασε το Σάββατο, έρχεται στον Τάφο Του, για να αλείψει το σώμα Του, κατά το έθιμο, με αρώματα και μύρα. Εκεί, δέχεται το άγγελμα της Αναστάσεως του Χριστού από τα αγγελικά χείλη και πρώτη το μεταφέρει στους Αποστόλους. Πρώτη δέχεται τον χαιρετισμό Του, πρώτη Τον προσκυνά και ακούει από το στόμα Του: «Μή μου ἅπτου, οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τόν πατέρα μου» (Ιωαν. 20, 17). Μετά την Πεντηκοστή, σύμφωνα με την παράδοση, ταξίδεψε στη Ρώμη για να επιδώσει υπόμνημα διαμαρτυρίας εναντίον του Ηγεμόνα Ποντίου Πιλάτου και των Αρχιερέων Άννα και Καϊάφα για την άδικη καταδίκη και τον σταυρικό θάνατο του Χριστού. Κατόπιν, επέστρεψε στην Παλαιστίνη, έζησε λίγα χρόνια κοντά στην Παναγία, καταδιώχθηκε από τους Ιουδαίους και εξορίστηκε στη Μασσαλία. Συνεργάστηκε με τον Απόστολο Πέτρο, έδρασε κηρύττοντας στην Αίγυπτο, τη Συρία και τη Φοινίκη και ολοκλήρωσε τη ζωή της στην Έφεσο, κοντά στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπου και υπήρχε ο τάφος με το λείψανό της. Από εκεί μεταφέρθηκε άφθαρτο στην Κωνσταντινούπολη το 890 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Λέοντος Στ´ του Σοφού, μαζί με το λείψανο του Αγίου Λαζάρου από την Κύπρο.
Στο Άγιον Όρος, στη Μονή της Σιμωνόπετρας, φυλάσσεται άφθαρτος ο καρπός του αριστερού χεριού της Αγίας, που διατηρείται αιώνες σε φυσική θερμοκρασία ζωντανού σώματος.
Σύμφωνα με τις αναφορές Ζακυνθίων ιστοριογράφων, που κατέγραψαν την τοπική μας παράδοση, το πλοίο που μετέφερε την Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή στο ταξίδι της για τη Ρώμη, περνώντας από το νησί της Ζακύνθου, που βρισκόταν στη θαλάσσια οδό για Ιταλία, εξαιτίας ζημιών που προκλήθηκαν από θαλασσοταραχή, προσάραξε στον όρμο του Πόρτο Βρόμη. Η παραμονή της Αγίας στην περιοχή ήταν η αιτία να μεταδοθεί και να εξαπλωθεί στα χρόνια που ακολούθησαν το ευαγγελικό μήνυμα και να δημιουργηθούν οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Οι κάτοικοι του συνοικισμού που φιλοξένησαν την Μαρία διατήρησαν ζωντανή την ανάμνηση της παρουσίας της, ονόμασαν το χωριό τους Μαριές, για να τιμήσουν τόσο την ίδια όσο και την Μαρία του Κλωπά που την συνόδευε και έκτισαν ναό προς τιμήν της, ο οποίος πανηγυρίζει μεγαλοπρεπώς στις 22 Ιουλίου. Το χωριό «της Αγίας Μαρίας» μνημονεύεται σε ιστορικά έγγραφα ήδη από τον 16ο αι. . Στο σημερινό ναό διασώζονται αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά στοιχεία από διάφορες περιόδους. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με δικλινή στέγη. Σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή ανοικοδομήθηκε ή μάλλον ανακατασκευάστηκε το 1844 ,ενώ σε άλλο σωζόμενο αρχιτεκτονικό μέλος βρίσκεται χαραγμένη η χρονολογία 1744. Το καμπαναριό του 19ου αι. είναι έργο των Μαχαιραδιωτών Νικολάου και Δημητρίου Φεραδούρου.
Το παλιό ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τέμπλο, που χρονολογείται στα τέλη 17ου αρχές 18ου αι., διασώζεται στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπη των Ξεναίων. Φαίνεται πως στις αρχές του 19ου με τη δημιουργία καινούργιου εικονοστασίου το παλιό, εκτός από τις θύρες και τις δεσποτικές εικόνες, πουλήθηκε στον παραπάνω ναό. Στο ναό της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής συναντά κανείς αξιόλογα έργα μικροτεχνίας, αργυρογλυπτικής και ξυλογλυπτικής του 17ου , 18ου και 19ου αι. , καθώς και αγιογραφίες του ιερέα Πέτρου Βόσσου, Πορφύριου Κονίδη, Χρήστου Ρουσσέα κ.α. .
Αρχ. Διονύσιος Λυκογιάννης
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Ζακύνθου
(Κείμενο σε φυλλάδιο που εξέδωσε το εκκλησιαστικό Συμβούλιο της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής Μαριών Ζακύνθου, με την ευκαιρία της επίσκεψης στο ναό του ιερού λειψάνου της Αγίας που φυλάσσεται στη Μονή Σιμωνόπετρας του Αγίου Όρους).

11/7/10

Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στο Κάστρο

Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Κάστρο της Ζακύνθου, συμφώνα με τον ιστοριογράφο Νικόλαο Σέρρα κτίστηκε (στα ερείπια παλαιότερου ναού; ) από τον Φράγκο ηγεμόνα της νήσου Κάρολο Β΄ Τόκκο (1429-1448), ενώ ο Σπυρίδων Δε Βιάζης αναφέρει ότι στον κώδικα του ναού είχε γραφτεί ότι η πριγκίπισσα Κλεώπη Κοψιδά θυγατέρα του Λεονάρδου Γ΄ Τόκκου, έκτισε το 1478 την εκκλησία με τρεις θόλους. (Το ιερό Βήμα)
Η Ενετική κυβέρνηση από το 1492 παραχωρούσε το ναό jus patronato σε διάφορους διαπρεπείς ιερωμένους. Το 1553 το Συμβούλιο της Κοινότητας παραχώρησε την εκκλησία στον λόγιο πρωτοπαπά του Ναυπλίου Νικόλαο Μαλαξό, την όποια κατείχε μέχρι τότε ο αποθανών πρωτοπαπάς Αντώνιος Γλαρεντζάνος. Το 1563 το Συμβούλιο της Κοινότητας ζήτησε από την Ενετική κυβέρνηση να λάβει το ναό και την περουσία για τη δημιουργία γυναικείας Μονής, μιας και μέχρι τότε στη Ζάκυνθο δεν υπήρχε γυναικείο μοναστήρι.
Η Γαληνοτάτη συναίνεσε και διά διατάγματος της 30ης Ιούνιου 1566 αποφασίστηκε μετά τον θάνατο του Νικολάου Μαλαξού και του υιού του Σταματίου (ή Σταυράκη) ο ναός να παραχωρηθεί στην Κοινότητα για να ιδρυθεί γυναικεία Μονή. Τελικά, ο ναός παραχωρήθηκε με συμβόλαιο στις 21 Σεπτεμβρίου 1594 από τον Σταυράκη προτού πεθάνει, αφού η Κοινότητα του κατέβαλε 140 τσεκίνια, για να μεταβεί στην πατρίδα του την Κρήτη.

(Φωτ. της νότιας εισόδου γύρω στα 1919)
Για τη δημιουργία κελιών και προαύλιου αγοράστηκε η διπλανή οικία τουΔομήνικου Βιάγκου το 1603, στην οποία, αφού κατεδαφίστηκε, ανεγέρθηκε η Μονή των «ελληνίδων μοναζουσών». Το μοναστήρι με την περιουσία του διαχειρίζονταν τρεις Επίτροποι, τους οποίους εξέλεγε το Συμβούλιο της Κοινότητας για δύο χρόνια, συμφώνα με δουκικό διάταγμα της 1ης Ιουλίου του 1566. Αν κάποιος από τους εκλεγμένους Επιτρόπους αρνιόταν τη θέση αυτήν, θα έπρεπε να πληρώσει ως ποινή της απείθειάς του τσεκίνια χρυσά δώδεκα.
(Νότια είσοδος)
Το 1608 το Συμβούλιο της Κοινότητας ανακήρυξε τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο προστάτη της πόλης και του νησιού της Ζακύνθου, ορίζοντας την ήμερα των γενεθλίων Του (24 Ιουνίου) ως επίσημη εορτή στο νησί και την εκτέλεση κατ΄ έτος λιτανείας. Στις 14 Ιουλίου 1831 η εγκατεστημένη από τους Άγγλους κατακτητές του νησιού κυβέρνηση αποφάσισε να λάβει όλα τα οικοδομήματα και κτήματα του Κάστρου. Αναγκαστήκαν οι Επίτροποι στη συνένωση με τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων, στον οποίο μεταφερθήκαν οι κινητοί καλλιτεχνικοί θησαυροί που διέθετε ο ναός. Συμφώνα με μαρτυρία του Αρχιμ. Χρυσόστομου Γκέλμπεση, που υπηρέτησε ως διάκονος στον προσεισμικό ναό του Αγίου Νικολάου, θυμάται μια μεγάλη εικόνα επαργυρωμένη του Προδρόμου στο διακονικό του ναού, όπου υπήρχε αλτάρι αφιερωμένο σε αυτόν, καθώς και την τέλεση την ημέρα αυτήν μεγαλόπρεπης εορτής. Δυστυχώς, όλα τα καλλιτεχνήματα κάηκαν με τη σεισμοπυρκαγια του 1953, που ισοπέδωσε τα πάντα. (Φωτ. Νότιας πλευράς πριν το 1953)
Διασώθηκε το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού του Προδρόμου, έργο του ξυλογλύπτη Νικολάου Βιδάλε κατασκευασμένο το 1742. Μετά τη ν συνένωση το 1831 πουλήθηκε από τους Επιτρόπους στο ναό του Αγίου Νικολάου Σαρακινάδου. Στις μέρες μας, παρά τις όποιες μεταγενέστερες επεμβάσεις, διατηρεί τα στοιχεία εκείνα που το διαφοροποιούν σχεδιαστικά από τα υπόλοιπα εικονοστάσια της εποχής του, καταδεικνύοντας τη μεγαλοπρέπεια που είχε ο ναός. Στο ίδιο τέμπλο θα πρέπει να ανήκουν τα τρία βημόθυρα με τα αντίστοιχα ζευγάρια υποθυρίδων, καθώς και τα τέσσερα θωράκια με τις παραστάσεις τους, η ζωγραφική των οποίων θα πρέπει να έχει βγει από τον χρωστήρα του καλύτερου ζωγράφου του νησιού κατά το β΄ μισό του 18ου αι. και συνάμα καλλιτεχνικού εκφραστή της αστικής τάξης και των αριστοκρατών, του Νικολάου Κουτούζη. Φαίνεται πως οι Επίτροποι μετά τη μεταφορά των πιο σημαντικών αντικειιμένων στον Άγιο Νικόλαο των Ξένων πούλησαν τα υπόλοιπα ξυλόγλυπτα αντικείμενα σε άλλους ναούς. Αναφέρεται στον Κώδικα της Παναγίας της Φαραωνίτισσας στον Άγιο Κήρυκα η αγορά μιας ξύλινης μπάνκας στις 26 Μαρτίου 1843 αντί 6 τάλλαρων από το ναό του Τιμίου Προδρόμου στο Κάστρο. (Άποψη από ανατολικά)

Επί αγγλοκρατίας ο ναός χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο και στη συνεχεία ως αποθήκη για να ερειπωθεί και ερημωθεί οριστικά με τους σεισμούς του 1893. Πριν από μερικά χρόνια με την ανασκαφική ερεύνα που έγινε στο μνημείο αποκαλύφθηκε η σωζόμενη τοιχοποιία που φτάνει σε ύψος μέχρι και 2 μ., μεγάλο μέρος της πλακόστρωσης εσωτερικά, καθώς και αλλά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ναού και των γειτονικών κατασκευών. Ακόμη, περισυλλέγησαν τα εναπομείναντα αρχιτεκτονικά μέλη από τον λαμπρό ανάγλυφο διάκοσμο της περιόδου της ενετοκρατίας, που υπήρχε κυρίως στις θύρες και τα παράθυρα, καθώς φανερώνουν και οι προσεισμικές φωτογραφίες, επιβεβαιώνοντας την ξεχωριστή σημασία που ο ναός κάποτε κατείχε στην παλιά πρωτεύουσα της Ζακύνθου. Ενδεικτικά σημειώνουμε την ασβεστολιθική πλάκα με την ανάγλυφη απεικόνιση του Προδρόμου, ο οποίος παριστάνεται φτερωτός σε μετωπική στάση και χρονολογείται στις αρχές του 17ου αι. .

(Ανάγλυφο, σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών)
Το περίφημο αυτό γλυπτό, που πιθανόν βρισκόταν στον πυλώνα της Μονής, παραδόθηκε το 1895 από τον τότε φρούραρχο της Ζακύνθου Μ. Βρονταμίτη στη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία στην Αθήνα. Σήμερα, στο πρόσφατα ανακαινισμένο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών καταλαμβάνει περίοπτη θέση στο τμήμα της επτανησιακής τέχνης με σύντομη ιστορική αναφορά και φωτογραφία του Κάστρου της Ζακύνθου.
Αρχιμ. Διονύσιος Λυκογιάννης
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Ζ.
Ενδεικτική βιβλιογραφία :
-Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος, Καστρόλοφος και Αιγιαλός , τομ. Α΄, Αθήνα 1979.
-Ζωή Μυλωνά, Το Κάστρο της Ζακύνθου, Αθήνα 2003.
(Δημοσιεύτηκε στην εφ. Ερμής, 8-7-2010)

7/7/10

Η Μονή Ίσοβας στην Ηλεία

Ένα από τα σημαντικότερα γοτθικά μνημεία στην Ελλάδα είναι και η Μονή της Ίσοβας στο σημερινό χωριό Τρυπητή του νομού Ηλείας. Ιδρύθηκε το α΄ μισό του 13ου αι. (περίπου το 1225) από δυτικούς μοναχούς, το πιθανότερον του τάγματος των Κιστερκιανών και κάηκε το 1263 από Οθωμανούς μισθοφόρους των βυζαντινών. Ο ναός (διαστ.42,25×17,75), αφιερωμένος στην Παναγία, αποτελούσε το καθολικό μοναστηριού. Διακρίνεται για τη λιτότητα της κατασκευής του, χωρίς ιδιαίτερες διακοσμητικές εξάρσεις. Δίπλα ακριβώς από το ναό της Παναγίας βρίσκεται η εκκλησία του Αγ. Νικολάου, χτισμένος το β΄ μισό του 13ου αι., μετά την καταστροφή του μοναστηριού. Σήμερα σώζεται σε μέτρια κατάσταση. Πρόκειται για τρίκλιτη ξυλοστεγη βασιλική και αποτελεί αρχιτεκτονικά ένα μείγμα βυζαντινής και γοτθικής τεχνοτροπίας.
Η φωτιά του 2007 που κατέκαυσε την Ηλεία, δημιούργησε ζημιές και στα μνημεία, μιας και εισχώρησε στον αρχαιολογικό χώρο. Χάρη στην επέμβαση της 6ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων απομακρύνθηκε η καμένη υλη, έγιναν εργασίες καθαρισμού και στερέωσης των τοίχων, τοποθετήθηκε μεταλλικό στέγαστρο για την προστασία του ιερού, ενώ πραγματοποιήθηκε και σωστική ανασκαφή με σημαντικά στοιχεία για το ναό. Κάποια ευρήματα του γλυπτικού διάκοσμου μπορεί κανείς να δει στο μουσείο μέσα στο Κάστρο Χλεμούτσι, κοντά στην Κυλλήνη.Στην πρόσφατη επίσκεψη στο ναό της Ίσοβας μετά λύπης διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν εύκολα προσβάσιμος, μιας και ο περιβάλλων χώρος ήταν ακαθάριστος από τα χόρτα. Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχιστούν οι ανασκαφές και θα επιτευχθεί η ανάδειξη και αξιοποίηση του χώρου, μιας και ο νόμος Ηλείας διαθέτει ίσως τα περισσότερα και πιο σημαντικά σωζόμενα γοτθικά-φράγκικα μνημεία στην Ελλάδα (Κάστρο Χλεμούτσι, Κάστρο Γλαρέντζας, Αγ. Σοφία Ανδραβίδας, Μονή Ισοβας κ.α(Κρήνη κοντά στο ναό)