26/8/09

Επιστολή του Πατριάρχη Βαρθολομαίου για την "Λειψανοθήκη του Αγίου Διονυσίου"

Mετά λίγων ημερών από την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στη Ζάκυνθο τον Αύγουστο του 2003 για τις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Αγίου μας, είχα την μεγάλη τιμή να λάβω ευχαριστήρια επιστολή για το ανάτυπο της μελέτης που αφορά τη λειψανοθήκη του Αγίου μας, το οποίο ο ίδιος, ως λαϊκός τότε, είχα καταθέσει στο Παριαρχείο κατά την επίσκεψή μου στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 2003.
"Τω Εντιμοτάτω κυρίω Διονυσίω Λυκογιάννη, τέκνω της ημών Μετριότητος εν Κυρίω αγαπητώ, χάριν και ειρήνην παρά Θεού. Μετά χαράς εγενόμεθα κάτοχοι της υπό της υμετέρας αγαπητής Εντιμότητος προφρόνως αποσταλείσης ημίν μελέτης αυτής υπό τον τίτλον " Η λειψανοθήκη του Ιερού Σκηνώματος του Αγίου Διονυσίου Αρχιεπισκόπου Αιγίνης στην Ιερά Μονή Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου ", όπερ και μετ' ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος διεξελθόντες, παρεπέμψαμεν τη καθ ημάς Πατριαρχική Βιβλιοθήκη. Εφ' ω και δια των μετά χείρας Πατριαρχικών ημών Γραμμάτων προαγόμεθα ίνα ευχαριστήσωμεν τη υμετέρα Εντιμότητι επί τη επικοινωνία και τη προσφορά του έργου τούτου, συμβάλλοντος εις την ιστορικήν έρευναν περί της Ιεράς Μονής Στροφάδων, εις ην πρόκειται, συν Θεώ, προσεχώς να μεταβώμεν και προσκυνήσωμεν τον θαυματουργόν προστάτην της Ζακύνθου, συγχαίροντες δε πατρικώς επιδαψιλεύομεν ολόθυμον την Πατριαρχικήν ημών ευχήν και ευλογίαν, επικαλούμενοι επ'αυτήν την χάριν του Θεού και το απειρον Αυτού έλεος, πρεσβείαις του Αγίου Διονυσίου.

βγ' Αυγούστου κ' "

25/8/09

Η Λειψανοθήκη του Αγίου Διονυσίου

Η ΛΕΙΨΑΝΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΚΗΝΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ
ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ


του Αρχιμανδρίτη Διονυσίου Λυκογιάννη
Ιεροκήρυκα Ι.Μ.Ζακύνθου
Το ιερό λείψανο του Πολιούχου της νήσου Ζακύνθου Αγίου Διονυσίου του Σιγούρου[1] (1547-1622), βρίσκεται τοποθετημένο στην πιο παλιά από τις λειψανοθήκες που διασώζονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή[2] και τη μεγαλύτερη που υπάρχει σήμερα στο νησί. Αποτελείται από την κύρια ορθογώνια λειψανοθήκη[3] (μ. 1, 73 πλ. 42 εκ. )

και την με οχτάγωνη βάση κούμπα ή επίστεψη. Η ορθογώνια λειψανοθήκη είναι ξυλόγλυπτη, καλυμμένη με πολύ λεπτά αργυρά και επιχρυσωμένα πάμφυλλα στις τρεις πλευρές της, ενώ τα ανοίγματα της πρόσθιας πλευράς και τα πλαϊνά κλείνονται με συρταρωτό τζάμι ή «κρουστάλλι». Στο πάνω μέρος και στις τέσσερις γωνίες τοποθετούνται βιδωτά ισάριθμοι άγγελοι που κρατούν δέλτους. Η οχτάγωνη βάση της κούμπας είναι ξύλινη, πάνω στην οποία είναι καρφωμένο ασημένιο και επιχρυσωμένο πάμφυλλο με οχτώ νευρώσεις και η όλη σύνθεση καταλήγει σε έναν βιδωμένο, επίχρυσο εξάκτινο σταυρό.
Η πλαϊνή δεξιά πλευρά καλύπτεται από μονοκόμματο ασημένιο και επιχρυσωμένο πάμφυλλο, καρφωμένο από τις άκρες του στην ξύλινη λειψανοθήκη με μικρές ασημένιες πρόκες. Μια ίδια επένδυση καλύπτει και την αριστερή πλευρά, κομμένη όμως στο κάτω μέρος για τη δημιουργία μικρής πόρτας που ανοίγει για προσκυνηματικές ανάγκες όταν η λειψανοθήκη βρίσκεται μέσα στη λάρνακα. Πρόκειται για σφυρήλατα, φουσκωτά σκαλιστά πάμφυλλα με φυτική διακόσμηση σε μοτίβο ροκοκό. Το χαμηλό ανάγλυφο των λεπτών διαπλεκομένων ελικοειδών βλαστών με τα στικτά μικρά δίδυμα αυλακάκια και τα φύλλα άκανθας, τα στικτά ανθικά που συμπληρώνουν τη διακόσμηση γύρω από αυτά, οι ανάγλυφοι και εγχάρακτοι αστράγαλοι, η άνθινη γιρλάντα που κρέμεται από σπειροειδείς βλαστούς, τα ανθέμια λωτού και το παιχνίδισμα των σκιών που δημιουργούνται πάνω στην επίχρυση επιφάνεια, δίνουν την εντύπωση μιας αέναης έντονης κίνησης αλλά συνάμα αρμονικής σύνθεσης και προσδίδουν ελαφρότητα και κομψότητα στο σύνολο, κάτι που διακρίνει την τέχνη του ροκοκό. Παρόμοια διακόσμηση επικρατεί και στην κούμπα, η οποία είναι αναπόσπαστο κομμάτι και συμπλήρωμα της λειψανοθήκης. Επειδή η κούμπα αποτελεί την κορωνίδα και σε αυτήν υπάρχει πιο πλατιά επιφάνεια, δίδεται η ευκαιρία στον αργυρογλύπτη να την διακοσμήσει με μεγαλύτερα και πιο ανοιχτά φύλλα άκανθας, τα οποία ξεκινούν από τη βάση και την κορυφή. Στις οχτώ πλευρές της βάσης υπάρχουν ένθετα ισάριθμα ανάγλυφα με φυτικό διάκοσμο.
Η πίσω ξύλινη πλευρά της λειψανοθήκης, που λειτουργεί και ως πόρτα, καλύπτεται κατά κύριο λόγο από δύο αργυρά και επιχρυσωμένα πάμφυλλα όπου απεικονίζουν σε χαμηλό ανάγλυφο τον Ιεράρχη Άγιο Διονύσιο κατά μέτωπον και όρθιο, με το δεξί χέρι να ευλογεί και με το αριστερό να κρατά κλειστό Ευαγγέλιο. Το σχέδιο του αργυρογλύπτη θα πρέπει να ακολουθεί το αντίστοιχο ζωγραφικό που υπάρχει κάτω από το ασήμι, αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, μιας και δεν υπάρχει καμία πληροφορία για ζωγραφισμένη επιφάνεια κάτω από αυτό. Πάνω από το με φύλλα άκανθας διακοσμημένο φωτοστέφανο και κάτω από την κλειδαριά
[4] βρίσκεται χαραγμένη η επιγραφή Ο ΑΓΙΟS ΔΙΟΝΥCΙΟS ΑΡΧΙΕΠΙCΚΟΠΟS ΑΙΓΙΝΙC[5]. Το μόνο ακάλυπτο μέρος της μορφής του Αγίου είναι το πρόσωπο, το οποίο υποδηλώνει ζωγραφιά κάτω από τα πάμφυλλα, με την τεχνική του λαδιού και αποτελεί πιθανότατα το πιο πρώιμο έργο, που γνωρίζουμε ότι σώζεται μέχρι σήμερα, του Νικολάου Κουτούζη[6] (1741-1813). Περιμετρικά της μορφής του Αγίου στις άκρες και στη μέση καθώς και σε όλες τις ενώσεις των ξύλινων ασημωμένων κομματιών της λειψανοθήκης, υπάρχουν λεπτεπίλεπτα διακοσμητικά ανάγλυφα με φυλλώδη και άνθινα μοτίβα.
Η μπροστινή πλευρά της λειψανοθήκης καλύπτεται όλη με συρταρωτό χονδρό τζάμι-«κρουστάλλι», ενώ ακάλυπτο είναι το κάτω μέρος για λόγους προσκυνηματικούς. Στο εσωτερικό της, όπου είναι επενδυμένο με κόκκινο βελούδο, βρίσκεται τοποθετημένο το σκήνωμα του Αγίου Διονυσίου σχεδόν ακέραιο
[7] και δεμένο εσωτερικά με λουρί από το ύψος των χεριών. Φορεί αρχιερατικά άμφια, νεότερα από αυτά του ενταφιασμού το 1622 και στο στήθος του κρέμονται από χρυσά γορδόνια ή αλυσίδες οχτώ βαρύτιμα εγκόλπια, αφιερώματα κυρίως ομοδόξων και όχι μόνον από τον 19ο αι. . Στην ίδια πλευρά εξωτερικά πάνω από το λείψανο είναι τοποθετημένη κορωνίδα[8] ή στέμμα χρυσό, κοσμημένη με ημιπολύτιμες και πολύτιμες πέτρες με ενσωματωμένα δύο γυναικεία σκουλαρίκια και ένα δακτυλίδι. Από κώδικα της Μονής με τίτλο ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ 1879, σε ινβεντάριο ή καταγραφή των αντικειμένων περιγράφεται η λειψανοθήκη ως εξής : «… ετέρα αργυρά περικεχρυσωμένη περιέχουσα το ιερόν σώμα του Αγίου Διονυσίου με τεσσάρους Αγγέλους σταυρόν και κορονίδα χρυσή με πέντε ροζέταις μεγάλαις εις την μέσην και εικοσιπέντε μικραίς και δίο γραμμάς από ρόζαις της ολανδίας. Εις το ιερόν σώμα κρέμονται τέσσερα εγκόλπια χρισά τα δύο με μαργαρίτας με άλισσες και γορδόνια χρισά » .
Όσον αφορά το σχέδιο και τη διακόσμηση της λειψανοθήκης, συμπεριλαμβάνονται στην τέχνη του ροκοκό όπως αναφέρθηκε, με τον τρόπο που αυτό εκφράστηκε στην κοσμική και εκκλησιαστική διακοσμητική τέχνη κυρίως στη Βενετία το 18ο αι. , π. χ. στην εσωτερική διακόσμηση της εκκλησίας του Gesuiti ή Santa Maria Assunta
[9], στις γύψινες εσωτερικές διακοσμήσεις των αρχοντικών οικημάτων-palazzi[10], σε διακοσμήσεις καθρεπτών[11]. Ακόμη και αν ο αργυρογλύπτης ή ο ζωγράφος που έκανε τα σχέδια δεν είχε πάει ποτέ στη Βενετία ή στην Ιταλία, η κυκλοφορία χαλκογραφιών, σχεδίων ακόμη και βιβλίων της τέχνης ήταν έντονη στο βενετοκρατούμενο χώρο της Επτανήσου το 18ο αι. , και μπορούσε κάλλιστα να βρει πρότυπα από αυτά ή να επηρεαστεί. Αν και στο αργυρόγλυπτο έργο φαίνεται και η προσωπική σφραγίδα του τεχνίτη τουλάχιστον στα στικτά διακοσμητικά σχέδια, όπου μόνον από κοντά διακρίνονται.
Η κούμπα ακολουθεί το σχέδιο από τους τρούλους ευρωπαϊκών αμβώνων και αρτοφορίων ή tabernaculi, ενώ παρόμοιες επιστέψεις βρίσκουμε σε κιβώρια, επισκοπικούς θρόνους και κυρίως αρτοφόρια, από την αντίστοιχη και μετέπειτα χρονική περίοδο στη Ζάκυνθο. Βεβαίως όπως συνέβη σχεδόν πάντοτε στο νησί, όλου του είδους οι καλλιτεχνικές και όχι μόνον επιρροές φιλτραρίστηκαν και προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του ντόπιου καλλιτεχνικού αισθητηρίου και κυρίως στις επιταγές της ορθόδοξης λατρείας και δόγματος. Οι Ζακυνθινοί θέλησαν να αποδώσουν στο αρχοντόπουλο που απαρνήθηκε τον επίγειο πλούτο και τις κοσμικές ανέσεις τη μεταθάνατον τιμή, μιας και αυτή δόθηκε πρωταρχικά από τον Ζωοδότη Θεό
[12], στολίζοντας το ναό με τα έργα των καλυτέρων ντόπιων καλλιτεχνών.
Η απώλεια αρκετών χειρόγραφων κωδίκων εσόδων-εξόδων καθώς και συμφωνητικών εγγράφων του 18ου αι. από τη Μονή των Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, καθιστά αδύνατη την εύρεση του έτους κατασκευής της λειψανοθήκης, παρά μόνον κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογισθεί, εξεταζομένη τεχνοτροπικά αλλά και από πληροφορίες που δίνουν τα ινβεντάρια και οι εναπομείναντες κώδικες, ενώ ως terminus post quem θα πρέπει να θεωρηθεί η απεικόνισή της από τον Ν. Κουτούζη στον πίνακα της λιτανείας του σκηνώματος το 1766.
Σε κώδικα της Μονής με αριθμό 4 ή κώδικας του Πατριάρχη Μορώνη όπως είναι γνωστός, βρίσκονται ινβεντάρια της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου, που καλύπτουν το α΄ μισό του 18ου και το αντίστοιχο μισό του 19ου αι. . Το 1718 αναφέρονται δύο προσκεφαλάδες
[13] και « μαντήλια του αγίου δίο το ένα μεταξοτό και το άλο χρισό και έτερον μεταξοτό μπούρδινο ένα κομάτι ράζο όπου είνε εις το κουβούκλιον του αγίου». Αυτή είναι η πιο παλιά αναφορά για λειψανοθήκη του ιερού σκηνώματος από τους υπάρχοντες κώδικες της Μονής. Τότε το ιερό λείψανο τοποθετούταν σε μία κάσα και όχι δύο, σε λάρνακα δηλαδή και λειψανοθήκη, την οποία κάλυπταν με πολύτιμο ύφασμα[14]. Το σώμα του Αγίου το σκέπαζαν με μεταξωτό μαντίλι και κάτω από το κεφάλι του υπήρχε τοποθετημένο προσκέφαλο[15]. Αυτό υπονοεί την ευκολία άμεσης επαφής με το λείψανο, που σημαίνει ότι δεν υπήρχε κρύσταλλο ή κάτι άλλο που θα το εμπόδιζε όπως σήμερα και ότι εάν λιανευόταν θα γινόταν χωρίς την «κάσα»[16], πιθανόν στα χέρια όπως εμφανίζεται σε εικονίδιο από τη δεσποτική εικόνα του Αγίου Διονυσίου από τον ομώνυμο ναό, η φιλοτέχνηση της οποίας θα πρέπει να αναχθεί πολύ κοντά στην περίοδο που αναφερόμαστε.
Το ίδιο θέμα απεικονίζεται και σε μεταγενέστερο πίνακα του Κουτούζη
[17]. Σε αυτήν την κάσα, την πρώτη λειψανοθήκη του Αγίου Διονυσίου που φτιάχτηκε όταν το σκήνωμα ήρθε από τα Στροφάδια το 1717 και τοποθετήθηκε στον ομώνυμο ναό, μάλλον ανήκει και η μακρόστενη ορθογώνια εικόνα που βρίσκεται στο Σκευοφυλάκιο της Μονής[18] και απεικονίζει τον Ιεράρχη Διονύσιο[19]. Σε αυτό συνηγορούν και τα εξής : Η διαστάσεων 1, 75 ´ 37 εκ. εικόνα, σχεδόν ταιριάζει με τις διαστάσεις της σημερινής λειψανοθήκης, η απεικόνιση του Ιεράρχη και στις δύο είναι παρόμοια, η πίεση που ασκεί η χρήση της εικόνας πάνω στο σχέδιο είναι εμφανής, ενώ έχει διασωθεί ως προφορική παράδοση στους Πατέρες της Μονής, ότι ήταν τοποθετημένη στην παλιά λειψανοθήκη του Αγίου Διονυσίου. Δυστυχώς τα ινβεντάρια του 18ου αι. σταματούν στον κώδικα 4 το 1757 και αρχίζουν να σημειώνονται πάλι από το 1805, ενώ για αυτό το διάστημα δεν βρήκα κάποια άλλη πληροφορία σε άλλους κώδικες.
Το έτος 1805 περιγράφεται η νέα λειψανοθήκη «κάσα του αγίου ασιμένεια την ωπίαν δεν ημπορέσαμε
[20] να την μπεζάρομε[21] με την κούνμπα» και πιο κάτω αναφέρονται οι τέσσερις άγγελοι και ο σταυρός. Σημειώνονται ακόμη και τα δύο προσκέφαλα, που ήταν πλέον σε αχρησία αλλά τα διαφύλαξαν οι Πατέρες, όπως και ένα από τα μαντίλια[22] του Αγίου φυλαγμένο σε ξύλινο κουτί με ζωγραφισμένο τον Άγιο και χρυσωμένο. Σε αυτήν την καταγραφή και σε ένα ινβεντάριο του 1813[23], το τελευταίο που σώζεται έως το 1829, δεν αναφέρεται λάρνακα παρά μόνον υφασμάτινα «σκεπάσματα» της κάσας όπως και του επάργυρου κουβουκλίου, που βρίσκεται σήμερα στην είσοδο της θύρας του δωματίου του Αγίου. Η λειψανοθήκη ίσως να βρισκόταν τοποθετημένη πάνω σε κάποια χαμηλή ξύλινη κατασκευή, για να είναι εύκολη η προσκύνηση στα πόδια του Αγίου, μιας και το πορτάκι στην πλαϊνή πλευρά ανοίχτηκε αργότερα, όπως φαίνεται πιο κάτω.
Το 1829 έχουμε την πρώτη πληροφορία που σώζεται για ύπαρξη ξυλόγλυπτης λάρνακας ή «έξω κάσας» αφού τότε, σύμφωνα με επιγραφή
[24] στο ασημένιο πάμφυλλο, ο Γεώργιος Διαμάντης Μπάφας επαργυρώνει την πρόσοψη που λειτουργεί και ως πόρτα, με την περίφημη σύνθεσή του που απεικονίζει την Κοίμηση του Αγίου Διονυσίου. Στον κώδικα 15 διαβάζουμε «18 Ιουνίου 1829 Ε. Π. εμέτρησα του Κυρίου Γεωργίου Διαμάντη Μπάφα χρισικού διά το πουκάμισο της Κάσας του Αγίου όπου φτιάνη ος η Νότα[25] του Ν(ούμερ)ο 53 τάληρα κολονάτα σαράντα ένα κ(αι) μισό η οποία Νότα ίνε σιμιομένη στας 10 ιουνίου τρέχοντος Τάλαρα κολονάτα 41 φαρδίνια 104» .
Το 1836 ο Διονύσιος Μαρτινέγκος Γαήτας
[26] φαίνεται πως αφήνει με τη διαθήκη του χρήματα για να ασημωθεί το επάνω μέρος της λάρνακας με έναν άγγελο στην κορυφή. Σε σημείωση του κώδικα 21 αναφέρεται «η αντίκρυς κάσα του αγίου ασιμόθηκεν εις το σκέπασμα με έναν άγγελο επάνω ως άφηκεν εις την Διαθήκην του ο ποτέ κύρ(ιο)ς Διονύσιος Μαρτινέγκος Γαίτας». Στο ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ 1879 επίσης αναφέρεται «Ο Διονύσιος Μαρτηνέγκος διά της διαθήκης του διέταξεν την κατασκευήν της Αργυράς προσόψεως[27] και σκεπάσματος της λάρνακος δι’ εξόδων του». Ο ίδιος χάρισε και μια ξύλινη βάση[28] που έχει τη μορφή κάσας[29], για να τοποθετηθεί επάνω εκεί η επαργυρωμένη λάρνακα. Επειδή όμως από το ύψος αυτό θα ήταν αδύνατη η προσκύνηση στα πόδια του Αγίου κατά τα ανοίγματα της λάρνακας, μάλλον για το σκοπό αυτό είχε λίγους μήνες πριν ανοιχτεί το υφιστάμενο πορτάκι στην αριστερή πλάγια μεριά της λειψανοθήκης, της οποία μέχρι τότε το ξύλο και το επιχρυσωμένο ασημένιο πάμφυλλο ήταν μονοκόμματο όπως στην αντίστοιχη δεξιά πλευρά. Σημειώνεται στον κώδικα 14 «1836 Μαρτίου 20 επλήρωσαν του χρυσικού Γεωργίου Διαμάντη Μπάφα διά ένα πορτέλο όπου άνοιξε εις το κάτω μέρος της κάσας της από μέσα του αγίου Λειψάνου και διά τέσσεραις βήδαις ασημένιαις όπου έβαλεν εις την θύραν της αυτής κάσας όντας οι θυλιαίς ασημένιαις και μερική λάμα ασημένια εις το αυτό πορτέλο παρομοίος διά δύο κληδιά[30] ασημένια με την άλυσίν τους όπου έφτιασε διά την απ΄ έξω κάσα του αγίου Λειψάνου διά ασήμη όπου χριάσθη διά όλην την άνωθεν δουλιά ογκιαίς δεκατέσσεραις και μησί διά φατούρας[31] του όπου με τάλλαρο Δίστιλο ένα όπου έδωσε του τορνιδόρου Τάση Θιάκου όπου έκοψε την κάσαν διά να ανοίχθη το αυτό πορτέλο τάλλαρα είκοσι τρία και πέναις δεκατρίς». Αυτή είναι και η μόνη μεγάλη επέμβαση πάνω στη λειψανοθήκη που συνάντησα κατά την έρευνά μου. Σίγουρα θα έγιναν και κάποιες άλλες για συμπλήρωση κυρίως φθαρμένου ασημιού, όπως διαπιστώνει κανείς ύστερα από προσεκτική παρατήρηση της λειψανοθήκης.
Ποιός όμως ήταν ο σημαντικός αργυρογλύπτης που επιλέχθηκε για να φτιάξει τη νέα λειψανοθήκη του Προστάτη αγίου αλλά και του συμβόλου της Ζακύνθου και πότε έγινε αυτό; Οπωσδήποτε κάποιος ο οποίος είχε αποδείξει την ποιότητα της δουλειάς του μέχρι τότε. Στην απάντηση του πρώτου ερωτήματος μας διευκολύνουν οι σφραγίδες που βρίσκονται στα ασημένια πάμφυλλα και στις τρεις πλευρές της λειψανοθήκης. Τετράγωνη στάμπα με τα αρχικά γράμματα ΖΜ, ακολουθεί στρογγυλή σφραγίδα για την εγκυρότητα του ασημιού και μετά πάλι η στάμπα ΖΜ. Στην κούμπα υπάρχει τετράγωνη σφραγίδα με τα αρχικά GM ακολουθεί στρογγυλή στάμπα με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου (Leone in moleca) ως εγγύηση της Πολιτείας της Βενετίας (Pubblico Sigillo) και μετά πάλι η στάμπα GM.
Στη Ζάκυνθο παρόλο που δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου βιβλιογραφία
[32] για την εξέλιξη της τέχνης της αργυροχοίας στο νησί, αφού κανένας μελετητής ή ερευνητής δεν ασχολήθηκε συστηματικά, φαίνεται πως επικρατούσε για τη συγκεκριμένη περίοδο της ενετοκρατίας, ότι και στο μητροπολιτικό διοικητικό αλλά και καλλιτεχνικό θα λέγαμε κέντρο, την Βενετία. Οι αργυρογλύπτες ήταν υποχρεωμένοι να σφραγίζουν ή να μαρκάρουν τα έργα τους για την πιστοποίηση της γνησιότητας του προς πώλησιν είδους για την αποφυγή δολιότητας εκ μέρους τους. Οι σφραγίδες της Πολιτείας και των ελεγκτών αποτελούσαν την κρατική εγγύηση για τη σωστή ποσότητα και ποιότητα του ασημιού, αφού όλα τα αργυρά έπρεπε να οδηγηθούν στο «οφίτσιο» ή στον «μόντε», όπως αναφέρεται σε ζακυνθινούς κώδικες, για να σφραγιστούν, παρόλο που πολλές φορές δεν μαρκάρονταν με όλες τις σφραγίδες.
Η στάμπα με τους ιταλικούς χαρακτήρες
[33] GM μας είναι γνωστή από την εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους στον ομώνυμο ναό[34], όπου ο Λ. Ζώης[35] αναφέρεται πως διάβασε στον απολεσθέντα σήμερα κώδικα του ναού, ότι κατασκευάσθηκε από τον Τζουάνε (Zuane) ή Ιωάννη (Giovanni) Μαργαρώνη, καθώς επίσης και από την σε σχήμα οβάλ ασημένια πρώτη λειψανοθήκη[36] του οστού του Αγίου Χαραλάμπους. Όντως, η αργυρή αυτή επένδυση με χρονολογία 1757, που απεικονίζει τον Άγιο Χαράλαμπο και την πόλη της Ζακύνθου, φέρει την παραπάνω σφραγίδα και την στρογγυλή του ελέγχου του ασημιού. Μια προσεκτική παρατήρηση των γραμμάτων στις επιγραφές και της τεχνοτροπίας στα δύο αυτά έργα[37], που δεν απέχουν και πολύ χρονολογικά, αλλά και στα υπόλοιπα όσα έχουν βρεθεί από τον γράφοντα σε ναούς της Ζακύνθου με την ίδια σφραγίδα, υποδεικνύουν τον ίδιο καλλιτέχνη. Η στάμπα αυτή δεν θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον ελεγκτή του ασημιού, που ήταν συνήθως και ο εκλεγμένος και εναλλασσόμενος ανά τακτά χρονικά διαστήματα αρχηγός της συντεχνίας των αργυροχόων, μιας και έχω βρει έργα με την ίδια στάμπα από το 1727[38] έως το 1776 και όλα υποδηλώνουν τον ίδιο τεχνίτη[39].
Γιατί όμως βρίσκονται σφραγίδες με τα αρχικά ΖΜ και GΜ στο ίδιο έργο; Η μόνη απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί αυτήν τη στιγμή είναι είτε ότι η πρώτη ανήκει στον ελεγκτή είτε ότι χρησιμοποιούσε ο αργυρογλύπτης δύο στάμπες με αλλαγμένο το αρχικό του ονόματός του Ιωάννης, Zuane και Giovanni, κάτι που συνέβαινε και μεταγενέστερα. Θα πρέπει μάλλον να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η κούμπα και η κυρίως λειψανοθήκη να έχουν γίνει από διαφορετικούς τεχνίτες, μιας και ο Μαργαρώνης ήταν αυτός που μαζί με τον Γεώργιο Διαμάντη Μπάφα, έκαναν τα περισσότερα και πιο σημαντικά έργα που σώζονται σήμερα στο ναό του Αγίου Διονυσίου, ο μεν πρώτος κατά τη διάρκεια του β΄ μισού του 18ου και ο δεύτερος κατά το α΄ μισό του 19ου αι. . Κυρίως όμως διότι και τα δύο μέρη ταιριάζουν υφολογικά ακόμη και σε λεπτομέρειες, όπως τα δίδυμα στικτά αυλακάκια στα ανάγλυφα μέρη, τα οποία συναντώνται στα περισσότερα έργα του Μαργαρώνη.
Το σχέδιο της λειψανοθήκης φανερώνει ότι κατασκευάστηκε για να εξυπηρετήσει κυρίως τη λιτανεία του ιερού σκηνώματος στην πόλη της Ζακύνθου, αφού η κούμπα μπορεί να τοποθετηθεί μόνον όταν η λειψανοθήκη βρίσκεται σε κάθετη θέση και όχι οριζόντια, όπως όταν τοποθετείται μέσα στην επάργυρη λάρνακα. Για τον ίδιο λόγο έχουν τοποθετηθεί στα πλαϊνά μέρη και χειρολαβές για την τοποθέτηση ξύλινων επάργυρων σήμερα δοκών, στις οποίες στηρίζεται η λειψανοθήκη κατά την περιφορά. Ο Λ. Ζωής
[40] αναφέρει ότι η λιτάνευση του σκηνώματος στην πόλη της Ζακύνθου θεσπίσθηκε ως επίσημη με δουκικό διάταγμα στις 7 Ιανουαρίου 1763, προσαχθέντος δε αυτού στις 13 Φεβρουάριου 1764 και ακόμη ότι την 1 Μαρτίου 1764 ανοικοδομήθηκε νέος ναός του Αγίου Διονυσίου. Φαίνεται ότι η επισημοποίηση της λιτανείας του Αγίου Διονυσίου και πιθανόν και της αποδοχής του ως Προστάτη της νήσου εκ μέρους της Βενετικής Γερουσίας[41], οδήγησε τους ζακυνθινούς στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου ναού, τον οποίον έφτιαξαν και διακόσμησαν σχεδόν από την αρχή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό της ανακαίνισης θα πρέπει να ενταχθούν και τα μεγάλα καντήλια που έφτιαξε για το πολυκάντηλο και το τέμπλο του ναού ο Τζουάνε Μαργαρώνης καθώς και η απεικόνιση της επιβλητικής λιτανείας του σκηνώματος στην πόλη που ζωγράφισε ο Νικόλαος Κουτούζης[42] το 1766 για το στηθαίο του γυναικωνίτη του νέου ναού. Στη χρονική αυτή περίοδο θα πρέπει επίσης να τοποθετηθεί και η κατασκευή της νέας λειψανοθήκης του Αγίου Διονυσίου, ανάμεσα στα έτη 1764, 1765 και 1766, με πιο πιθανόν το έτος 1765.
Η λειψανοθήκη απεικονίζεται στο έργο του Κουτούζη, παρά τις όποιες μικρές σχεδιαστικές διαφορές που μπορεί να υπάρχουν π. χ. οι διαστάσεις του τζαμιού στα πλαϊνά που είναι λίγο μικρότερες από ότι στην πραγματικότητα. Εξηγείται όμως διότι τότε δεν υπήρχαν φωτογραφίες για να τις έχει ο καλλιτέχνης στο εργαστήριο του την ώρα που δουλεύει, άλλωστε τον ζωγράφο δεν ενδιέφερε να απεικονίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια στο έργο του. Έτσι ερμηνεύεται γιατί ζωγραφίζει τη λειψανοθήκη σε χρωματικές αποχρώσεις του λευκού και γκρίζου, ενώ με βίαιες πινελιές καφεκίτρινου χρώματος υποδηλώνει το επιχρυσωμένο ανάγλυφο. Στον πίνακα ο Άγιος φορεί κόκκινο αρχιερατικό σάκο διαφορετικό από τον σημερινό και μάλλον είναι αυτός που αναφέρεται σε ινβεντάρια του 19ου αι. και ευρισκόμενος στο Σκευοφυλάκιο της Μονής. Από τον λαιμό του Αγίου είναι περασμένο γορδόνι που κρατά το επιγονάτιο μπροστά, λίγο πιο κάτω από το στήθος και είναι διαφορετικό από το σημερινό, ενώ το ωμοφόριο μοιάζει αρκετά με αυτό που φέρει στις μέρες μας. Με τον ίδιο αρχιερατικό σάκο απεικονίζεται σε προαναφερθέντα πίνακα
[43] του 1799 του ίδιου ζωγράφου, όπου απεικονίζεται λιτανεία στα Στροφάδια.
Η επιλογή του νεαρού τότε Κουτούζη να ζωγραφίσει ένα τόσο σπουδαίο έργο, σημαίνει ότι η τέχνη του έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους συντοπίτες του, παρόλο το νεαρό της ηλικίας του. Άλλωστε ήταν φορέας μιας τεχνικής και τεχνοτροπίας που άνθησε στη Βενετία αλλά και μιας κουλτούρας παρόμοιας με αυτήν των ευγενών. Για τους πιο πάνω λόγους είναι αυτός που μάλλον επιλέχθηκε λίγο πιο πριν να ζωγραφίσει στην πίσω όψη της λειψανοθήκης τη μορφή του Αγίου Διονυσίου, με την αρεσκομένη στην άρχουσα κυρίως τάξη τεχνική και συμπλέουσα πλέον με το καλλιτεχνικό αισθητήριο των ζακυνθινών ποπολάρων και αστών που κατοικούσαν στο διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο του νησιού, στην πρωτεύουσα.
Στο έργο αυτό διακρίνεται η φυσιοκρατική ακρίβεια στο σχέδιο, η φωτεινότητα του προσώπου με τονισμένες τις γραμμές και τα ζυγωματικά που προσδίδουν αυστηρότητα αλλά παράλληλα και γαλήνη. Τα στοιχεία αυτά, απομίμηση του βενετσιάνικου ακαδημαϊσμού, διακρίνουν τα πρώιμα έργα του Κουτούζη και απαντώνται και στα πρόσωπα
[44] της λιτανείας που ζωγράφισε αμέσως μετά. Μα ακόμη και αν δεν είναι ο Κουτούζης ο δημιουργός της ζωγραφιάς, η επιλογή μιας ελαιογραφίας στη θέση αυτή, αποτελεί μια ακόμη απόδειξη της ειρηνικής συμπόρευσης του σεμνού, ασκητικού, ουσιώδους και λιτού φρονήματος της ορθόδοξης ανατολικής εκκλησίας που αντικατοπτρίζεται στην τέχνη της και εκφράζεται μέσα από τους Πατέρες θεολόγους και τη ζωή κυρίως των μοναχών όπως του Αγίου Διονυσίου, με το πλούσιο, διακοσμητικό και επιδεικτικό ύφος της Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας το οποίο εισχωρεί για πολλούς λόγους στις βενετοκρατούμενες κυρίως περιοχές και στις ορθόδοξες Μονές, όπως αυτή των Στροφάδων, χωρίς όμως το ένα να εξαφανίζει ή να αλλοιώνει το άλλο. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Στροφαδιώτες μοναχοί, που κρατούσαν τις Θερμοπύλες της ορθοδοξίας στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο, ήταν αυτοί που πρώτοι, εξ όσων γνωρίζουμε μέχρι τώρα, παρήγγειλαν στον εισηγητή της νέας τεχνοτροπίας Παναγιώτη Δοξαρά έναν μεγάλο εσταυρωμένο για το τέμπλο του καθολικού του μοναστηριού τους το 1689.
Εικόνες ή πίνακες με απεικονίσεις του λειψάνου του Αγίου Διονυσίου δεν υπάρχουν αρκετές, τουλάχιστον δημοσιευμένες, ενώ οι περισσότερες προέρχονται από το β΄ μισό του 19ου και 20ου αι. . Στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών
[45] βρίσκονται δύο εικόνες που απεικονίζεται το ιερό λείψανο. Στη μεν πρώτη από το β΄ μισό του 18ου αι. η λειψανοθήκη δεν έχει καμία σχέση με την σημερινή, όπως και το λείψανο, αφού απεικονίζεται ακέραιο με τα δύο του χέρια. Έστω και αν το σχήμα της λάρνακας δεν μπορούσε να αποτυπωθεί στη μνήμη του αγιογράφου, είναι αδιανόητο για κάποιον που έχει δει τη λειψανοθήκη και το σκήνωμα και για κάποιον που έχει επισκεφτεί ή διαβάσει τον βίο του Αγίου, να τον απεικονίζει ακέραιο. Αυτό φανερώνει αγιογράφο ξένο προς το περιβάλλον του νησιού και σίγουρα δεν προέρχεται από τη Ζάκυνθο, σε αντίθεση με την δεύτερη εικόνα από τον 19ο αι. που παρουσιάζεται η λειψανοθήκη, παρ’ όλες τις διακοσμητικές αστοχίες στην κούμπα, σε πιο ρεαλιστική μορφή. Αυτοί όμως που διέδωσαν με την τέχνη τους την εικονογραφία του ιερού λειψάνου, είναι κυρίως ο Ιωάννης Ταμβάκης[46] (19ος αι.) και ο Δημήτριος Πελεκάσης[47] (20ος αι.). Θα πρέπει ακόμη να αναφερθεί ότι στα τέλη του 19ου αι. κυκλοφορούσαν έγχρωμες ρώσικες χαλκογραφίες[48] με τη μορφή του λείψανου.
Το πανίερο σώμα, που δοκιμάσθηκε σκληρά από τις εκούσιες κακουχίες
[49] και τις εξαντλητικές νηστείες κατά την επίγεια ζωή του Αγίου Διονυσίου, αποτελεί από μόνο του λόγο θεολογικό και μια ακόμη απόδειξη της μεταθάνατον επερχομένης δόξας. Συνάμα καθίσταται σκεύος και δίαυλος της θείας χάριτος και ακατανόητο μυστήριο για τους αλλοδόξους και είναι Αυτό που προσδίδει τον προσήκοντα σεβασμό στο φθαρτό ξύλο, ασήμι και χρυσό που Το περικλείει. «Ηδυνάμην να πληρώσω ολόκληρον τόμον εξιστορών την θαυματουργικήν δύναμιν του προστάτου αγίου Ζακύνθου, αλλ΄ αδυνατώ να χαράξω μίαν μόνην γραμμήν, όπως εξηγήσω το μυστήριον σώματος υλικού, εφ’ ού ο θάνατος ουδεμίαν άλλην εξήσκησεν επιρροήν, η ταύτην μόνον, του να θέση τον δάκτυλον της αιωνίας σιγής επί των κεκλεισμένων χειλέων. Όταν σκέπτωμαι επί του μήπω διελευκανθέντος τούτου προβλήματος, το μυστήριον του Αγίου Διονυσίου παρίσταταί μοι ως η εντελεστέρα εξ όσων παρετήρησα άλυσις μεταξύ ζωής και θανάτου, ή μάλλον ο δεσμός ο συνέχων τους δύο κόσμους. Η νήσος Ζάκυνθος και το σώμα του αγίου Διονυσίου πάντοτε υφίστανται. Είθε δε οι αρνούμενοι τα γεγονότα, να μεταβώσιν εκεί και εξετάσωσι ταύτα, άλλως παραχρήμα ας σιγήσωσι. Γένοιτο.»[50]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΑ ΑΡΓΥΡΟΓΛΥΠΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΤΖΟΥΑΝΕ ΜΑΡΓΑΡΩΝΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους μαστόρους ή τεχνίτες κυρίως της αργυροχοίας, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για την οικογένεια Μαργαρώνη παρά μόνον αναφέρεται μεταγενέστερα τον 19ο αι. και ο ξυλογλύπτης Δημήτριος Μαργαρώνης
[51]. Ο Τζουάνες Μαργαρώνης πάντως θα πρέπει να ήταν ο πιο σημαντικός αργυρογλύπτης του 18ου αι. στο νησί, μιας και η ποσότητα, η ποικιλία και η επιλογή των καλλιτεχνημάτων που έκανε, φανερώνουν την προτίμηση των ντόπιων στις ικανότητές του και στο εργαστήρι που διατηρούσε. Ακολουθούν τα αργυρά έργα του που διασώζονται στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο και στο Σκευοφυλάκιο της Μονής.
1) Ι .Ν. Αγ. Διονύσιου: GM 1776 ΜΝΙCΤΙΤΙ ΤΙ (sic) ΚΙΡΙΕ ΤΟΝ ΔΟΥΛΟΝ CΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟΥ ΠΡΕΒΕΛΕΝΓΚΙΑΔΟΥ Κ(ΑΙ) ΑΝΔΡΕΟΥ Κ(ΑΙ) ΤΗC CΙΝΟΔΙΑC ΑΥΤΟΝ
Στάμπα, χρονολογία και επιγραφή στην κεντρική καντήλα από το πολυκάντηλο του αριστερού κλίτους.
2) Ι .Ν. Αγ. Διονυσίου: GM 1767
Στάμπα και χρονολογία στην κεντρική καντήλα από το πολυκάντηλο του δεξιού κλίτους.
3) Ι .Ν. Αγ. Διονύσιου: GM 1768
Στάμπα και χρονολογία σε καντήλι μπροστά από την δεσποτική εικόνα του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη.
4) Ι .Ν. Αγ. Διονύσιου: GM 1768
Στάμπα και χρονολογία σε καντήλι μπροστά από την δεσποτική εικόνα του Αγίου Γερασίμου.
5) Ι .Ν. Αγ. Διονύσιου: GM 1768
Στάμπα και χρονολογία σε καντήλι μπροστά από την δεσποτική εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. 6) Ι .Ν. Αγ. Διονύσιου: GM
Στάμπα στο πάνω μέρος από καντήλι πολυκάντηλου.
7) Ι .Ν. Αγ. Διονύσιου: GM
Στάμπα σε καντήλι πολυκάντηλου.
8) Ι .Ν. Αγ. Διονυσίου: GM ΜΝΙCΤΙΤΙ ΚΙΡΙΕ ΙΟΑVΟΥ CΠΑΝΙΟΔΟΥ Κ(ΑΙ) ΤΟΝ (σε άλλο μετάλλιο) ΤΟΝ ΓΟΝΕΟΝ ΑVΤΟΥ 1773
Στάμπα, επιγραφή και χρονολογία σε καντήλι πολυκάντηλου.
9) Σκευοφυλάκιο Ι .Μ. Αγ. Διονύσιου: GM
Στάμπα στην πίσω πλευρά βάσης αγίου Ποτηρίου, νο 38.
10) Ι .Ν. Αγ. Διονύσιου: GM
Στάμπα σε αρτοφόριο με επιχρυσωμένη εσωτερικά την κούπα.
----------------------------
[1] Τον βίο και βιβλιογραφία για τον ζακύνθιο Άγιο Διονύσιο βλ. Κονόμος Ντίνος, Άγιος Διονύσιος ο Πολιούχος Ζακύνθου, Αθήνα, 1969.
[2] Θερμά ευχαριστώ τον Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. κ. Χρυσόστομο Β΄ για την άδεια που μου έδωσε να μελετήσω τα αργυρόγλυπτα και τους κώδικες της Μονής, τον Ηγούμενο αυτής Αρχ. Δ. Λιβέρη για τις πληροφορίες και την υπομονή που έδειξε και τον νόντσολο (νεωκόρο) του Ι. Ν. Αγ. Διονυσίου Δ. Κόκλα. Όλα τα στοιχεία που αναφέρονται παρακάτω στο κείμενο από τους κώδικες της Μονής είναι άγνωστα μέχρι τώρα και αδημοσίευτα.
[3] Με τη λέξη αυτή εννοείται η εσωτερική ξύλινη, επάργυρη και επιχρυσωμένη λειψανοθήκη σε αντιδιαστολή με την εξωτερική, που ονομάζεται λάρνακα και στην οποία εμπεριέχεται η πρώτη.
[4] Με την αναστάτωση που επικράτησε από τους σεισμούς και την καταστροφή του 1953, χάθηκε το ασημένιο κλειδί της λειψανοθήκης, σύμφωνα με πληροφορία του Ηγουμένου της Μονής Δ. Λιβέρη.
[5] Η ίδια επιγραφή υπάρχει και στις πρώτες απεικονίσεις του Αγίου, όπως στη δεσποτική εικόνα του Αγίου Διονυσίου από το α΄ μισό του 18ου αι. , ενώ σε άλλη μικρή εικόνα από την ίδια περίοδο που βρίσκεται στο Σκευοφυλάκιο της Μονής, υπάρχει η επιγραφή Ο ΑΓ(Ι)ΟS ΔΙΟΝΙCΙΟS Ο ΑΧΙΕΠΙCΚΟΠΟS ΕΓΙΝΗS Ο CΙΓΟΥΡΟS.
[6] Για τον Ν. Κουτούζη και βιβλιογραφία βλ. Καρκαζής Μίλτος-Λυκογιάννης Διονύσιος, Μελέτες Ζακυνθινής Τέχνης, Αθήνα, 2002.
[7] Το ιερό λείψανο κατά την εκταφή βρέθηκε ακέραιο και ευωδιάζον, με μόνον την άκρη της μύτης και δύο δόντια να λείπουν. Κατά την πειρατική επιδρομή στα Στροφάδια το 1717, οι πειρατές έκοψαν τα δύο χέρια και ένα μικρό μέρος της ωμοπλάτης (σε ινβεντάριο από τον κώδικα 4 του 1757 διαβάζουμε «ένα κομάτι του αγίου διονισίου από τη σπάλα»).
[8] Στην πίσω πλευρά υπάρχει αφιερωματική επιγραφή, σύμφωνα με πληροφορία των Πατέρων της Μονής, την οποία δεν μπόρεσα να δω. Σε ινβεντάριο του 1813 δεν αναφέρεται, ενώ σημειώνεται σε αντίστοιχο του 1836.
[9] Βλ. Marion Kaminski, Venice Art and Architecture, Koneman, 2000, σ. 395 και Venice Art and Arcitecture, Koneman, 1997, Vol. II, σσ. 695-696.
[10] Ό. π. , σσ. 600, 615, 618-619.
[11] Ό. π. , σ. 795.
[12] Το σώμα του Αγίου Διονυσίου, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, βρέθηκε κατά την εκταφή του στη Μονή των Στροφάδων σχεδόν ακέραιο, άφθαρτο και μυροβόλο. Σύμφωνα με τη χριστιανική και μάλιστα ορθόδοξη θεολογία, αυτό συμβαίνει εξαιτίας της επενεργείας της θείας χάριτος, η οποία δεν υπόκειται σε φυσικούς νόμους. Για τους αλλοδόξους αποτελούσε και αποτελεί μυστήριο μιας και δεν μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά.
[13] Αλλού αναφέρονται ότι είχαν χρώμα κόκκινο και άσπρο.
[14] Κάτι που συμβαίνει ακόμα και σήμερα, παρ΄ όλο που δεν υφίσταται πλέον ανάγκη προστασίας, αλλά αποτελεί συνήθεια που επιβίωσε ανά τους αιώνες.
[15] Το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει διότι εκτός του ότι ήταν συνήθεια να τοποθετείται κάτω από το κεφάλι του νεκρού κατά την εξόδιο ακολουθία, σε όλες τις παραστάσεις κοίμησης αγίων στην τέχνη απεικονίζεται προσκέφαλο. Πόσο μάλλον που οι Πατέρες της Μονής είχαν μπροστά τους ένα άγιο λείψανο, έτσι όπως σχεδόν ήταν κατά την Κοίμηση του. Στις πιο παλιές απεικονίσεις του λείψανου, όπως της δεσποτικής του Αγίου Διονυσίου από τον ομώνυμο ναό, του Κουτούζη σε πίνακα της Μονής του 1797 και στο ασημένιο πάμφυλλο λειψανοθήκης με μέρος από το χέρι του Αγίου του 1814 που βρίσκεται στο Μετόχι του Πύργου, απεικονίζεται και σε αυτές προσκέφαλο.
[16] Με αυτήν τη λέξη αναφέρεται η λειψανοθήκη τον 18ο και 19ο αι. .
[17] Πρόκειται για πίνακα από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου (σήμερα στο Σκευοφυλάκιο της Μονής) του 1799, που απεικονίζει λιτανεία του Λείψανου στα Στροφάδια. Είναι σίγουρο ότι ο ιερέας ζωγράφος Νικόλαος Κουτούζης, θα είχε ακούσει από αυτόπτες μάρτυρες για τη μεταφορά του λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο το 1717, όπως και για τον τρόπο περιφοράς του.
[18] Η μεταφορά της εικόνας στα Στροφάδια και η τοποθέτησή της στη λιτή του καθολικού της Μονής, θα πρέπει να έγινε μετά την κατασκευή της καινούργιας λειψανοθήκης. Ας σημειωθεί ότι σε όλες της πλαϊνές πλευρές διακρίνονται υπολείμματα από καρφιά. Μεταφέρθηκε πρόσφατα από το μοναστήρι των Στροφάδων στη Ζάκυνθο.
[19] Η εικόνα μοιάζει τεχνοτροπικά και υφολογικά με τη δεσποτική εικόνα του Αγίου Διονυσίου από το τέμπλο του ομώνυμου ναού και θα πρέπει να αποδοθούν στον ίδιο αγιογράφο.
[20] Σε όλες τις καταγραφές των ασημικών στο ναό και στις αντίστοιχες διαταγές των πολιτικών αρχόντων και Κυβερνητών της Μονής, ποτέ κανείς δεν τόλμησε ως ένδειξη ευλάβειας, σεβασμού και φόβου ίσως, να ζυγίσει τη λειψανοθήκη που εμπεριέχει το σκήνωμα παρά μόνον τα μέρη της που δεν είχαν άμεση επαφή με αυτό. Ακόμη και οι αναφορές στο λείψανο γίνονται με πολύ σεβασμό, ιδίως από τον 19ο αι. και μετά όταν καθιερώθηκε συνειδητά με τον καιρό η τιμή προς τον ζακύνθιο Άγιο Διονύσιο.
[21] Ζυγίσουμε.
[22] Τα κειμήλια αυτά χάθηκαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αφού δεν έχει διασωθεί η ύπαρξή τους ούτε ως προφορική παράδοση στους Πατέρες της Μονής.
[23] Σε κώδικα της βιβλιοθήκης της Μονής με αριθμό 9.
[24] Στην κάτω δεξιά πλευρά υπάρχει η στάμπα του αργυρογλύπτη και οι επιγραφές «εις Την διετίαν Των Ευγ(ενών) Επιτρόπων κυρίου φραντζέσκου μουτζά, γεωργίου κομούτου, κ(αι) Νικολάου, κανδακύτη. 1829. ». Δίπλα ακριβώς «δια χειρός διαμάντη μπάφα Καλαριτιότου ».
[25] Σημείωση.
[26] Ζώης Λ. , Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, β΄ μέρος, Αθήναι, 1963, σσ. 402-403. Σύμφωνα με τον Ζώη υπήρξε φιλάνθρωπος και το σπίτι του το έκανε πτωχοκομείο. Συνέταξε την διαθήκη του στην Κέρκυρα το 1836.
[27] Μάλλον έχει γίνει λάθος από τον γράψαντα τον κώδικα αφού ο Δ. Μαρτινέγκος Γαήτας συντάσσει την διαθήκη του το 1836 και η αργυρόγλυπτη σύνθεση της πρόσοψης έγινε το 1829.
[28] Αναφέρεται στο ίδιο ινβεντάριο του 1836 στον κώδικα 21 «Μια κάσσα καινούρια ταύλινη με ιντάγια διά να βαλθή εις τον τόπον της απ΄ έξω κάσας του αγίου-χαρισμένη από τον Ευγ(εν)ή Κ(ύρι)ον Διονύσιον Μαρτινέγγο Γαήτα». Πρόκειται για τη σημερινή ξύλινη και επιχρυσωμένη το 1969 από τον Αντώνιο Πανταζή, βάση της λάρνακας, η οποία ακολουθεί νεοκλασικά διακοσμητικά μοτίβα όμοια με του σκεπάσματος της λάρνακας, που υποδηλώνουν τον ίδιο ξυλογλύπτη.
[29] Το εσωτερικό της είναι κούφιο.
[30] Είναι τα ίδια κλειδιά που χρησιμοποιούνται και σήμερα για το άνοιγμα της λάρνακας. Ο ταπεινός Γ. Δ. Μπάφας έφτιαξε και στόλισε με τα καλύτερα έργα του την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, τα οποία θα δημοσιευθούν από τον γράφοντα σε άλλη εργασία.
[31] Τιμολόγιο.
[32] Κονόμος Ντίνος, Ζάκυνθος, Τέχνης Οδύσσεια, τ. πέμπτος, τευχ. Β΄, Αθήνα, 1989, Πόπη Ζώρα, Δύο μεγάλοι μαστόροι του ασημιού. Αθανάσιος Τζημούρης Γεώργιος Διαμάντης Μπάφας, Αθήνα, 1972, Διονύσης Φλεμοτόμος, Ζακυνθινοί τεχνίτες, Αθήνα, 1991, σ. 11-17.
[33] Κάτι που συνηθιζόταν επί ενετοκρατίας και μετέπειτα.
[34] Για τον ίδιο ναό ο Μαργαρώνης κατασκεύασε τα καντήλια του τέμπλου τα έτη 1758, 1759 και 1762. Όλα αυτά τα έργα φέρουν έκτυπη τη στάμπα GM συνοδευόμενη άλλοτε με την αντίστοιχη του λέοντα του Αγίου Μάρκου, άλλοτε του ελέγχου του ασημιού ή μόνο με τα παραπάνω αρχικά.
[35] Κονόμος Ντίνος, Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα, 1967.
[36] Λυκογιάννης Διονύσιος, Ο Αγ. Χαράλαμπος στο Ποτάμι, εφ. Ερμής, αρ. φυλ. 1170, έτος 6ο , Ζάκυνθος, 9-2-2001, σ. 5. Η λειψανοθήκη αυτή υπήρχε μέχρι να κατασκευασθεί η άλλη που απεικονίζεται στη λιτανεία του Κοραή το 1756.
[37] Της λειψανοθήκης και του πάμφυλλου της εικόνας, καθώς και στα καντήλια του ίδιου αργυρογλύπτη που υπάρχουν στους δύο ναούς.
[38] Το πιο πρώιμο χρονολογημένο έργο του Μαργαρώνη είναι το ασημένιο πάμφυλλο της εικόνας της Αναφωνήτριας από τον αντίστοιχο ναό στο ομώνυμο χωριό της Ζακύνθου, το οποίο έχει μόνον τη στάμπα GM δύο φορές. Η ίδια στάμπα χωρίς καμία άλλη και πάλι διπλή υπάρχει και στην ασημένια κορνίζα που την περιβάλλει.
[39] Σε μικρή λεκάνη αγιασμού-κόνκα, από το ναό του Σωτήρος στον Καληπάδο, υπάρχει η στάμπα GM έχοντας δίπλα το λέοντα του Αγίου Μάρκου και σε άλλο σημείο η ίδια έχοντας δίπλα τη σφραγίδα ελέγχου.
[40] Ζώης Λ. Ο Άγιος Διονύσιος ο εκ Ζακύνθου, Αθήναι2 , 1925.
[41] Ζώης Λ. , ό. π. , σ. 57, αναφέρει ότι στα Πρακτικά του Συμβουλίου της Κοινότητας μέχρι και τον Ιούνιο του 1758 απαντά ως προστάτης της νήσου ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
[42] Ας σημειωθεί ότι ο ζωγράφος υπογράφει με τα αρχικά του ονόματός του με ιταλικούς χαρακτήρες N. C. .
[43] Ο Άγιος Διονύσιος φαίνεται πως ενταφιάσθηκε με αρχιερατικό σάκο, ως επίσκοπος που ήταν. Σε απεικονίσεις του 18ου αι. φορεί φελόνιο, συνήθεια των αγιογράφων της μεταβυζαντινής περιόδου να απεικονίζουν ιεράρχες συνήθως ενδεδυμένους τοιουτοτρόπως. Σε όλες όμως τις απεικονίσεις του ιερού λειψάνου φορεί αρχιερατικό σάκο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κανένα ινβεντάριο που σώζεται, δεν αναφέρεται να σώζεται φελόνιο του Αγίου παρά μόνον αρχιερατικά άμφια.
[44] Καρκαζής Μίλτος, ό. π. , σσ. 9-10.
[45] Κακαβάς Γεώργιος, Δύο εικόνες με το λείψανο του Αγίου Διονυσίου στο Βυζαντινό Μουσείο, «Άγιοι και εκκλησιαστικές προσωπικότητες στη Ζάκυνθο», Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου 6-9 Νοέμβριου 1997, τ. Β΄, Αθήναι, 1999, σσ. 353-368.
[46] Τέτοιες εικόνες του Ταμβάκη υπάρχουν και στη Μονή Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου αλλά και σε άλλους ναούς της Ζακύνθου.
[47] Ο Δημήτριος Πελεκάσης διέδωσε την εικονογραφία του ιερού λειψάνου με την τέχνη του και εκτός Ζακύνθου, ενώ κάποια έργα του κυκλοφορούσαν και σε κάρτες.
[48] Μια τέτοια με χρονολογία 1892 υπάρχει στο ναό της Αγίας Μαρίνας των Δραγωναίων, στον Καληπάδο Ζακύνθου.
[49] Από τους βιογράφους του αναφέρεται ότι πέτρες αποτελούσαν το στρώμα της κλίνης του. [50] Απόσπασμα από πραγματεία του Γουλιέλμου Britten με τίτλο Τα μυστήρια του Αγίου Διονυσίου ή τα θαυμάσια των Ιονίων Νήσων, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Οι Δύο Κόσμοι στις 16 Δεκεμβρίου 1887. Βλ. Ζώης Λ. , Ο Άγιος Διονύσιος ό. π. , σ. 62.
[51] Κονόμος Ντίνος, Ζάκυνθος, Τέχνης Οδύσσεια, ό. π., σσ. 68, 69, 78 και στις σσ. 12, 78 αναφέρεται ο Τζουάνες Μαργαρώνης.

(Το κείμενο δημοσιεύεται ολόκληρο, ύστερα από παράκληση αγαπητών φίλων. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. "Επτανησιακά Φύλλα" , τευχ. ΚΓ΄, τ. 1-2, Ζάκυνθος, 2003)

13/8/09

Στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας

Στο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη εισέρχεται κάποιος απευθείας από τις επτά πύλες του οχτώ μέτρων ύψους εξωνάρθηκα, μιας και δεν διασώζεται τίποτα από το βυζαντινό αίθριο. Συνέχεια του εξωτερικού νάρθηκα είναι ο διπλάσιος σε πλάτος εσωνάρθηκας, στον οποίο εισάγουν αντίστοιχες επτά πύλες. Διακρίνονται ευτυχώς ακόμη κάτω από τα νεοτέρα επιχρίσματα τα περίφημα βυζαντινά ψηφιδωτά με τα φυτικά μοτίβα και το σύμβολο του σταυρού. Αποκεκαλυμμένες είναι κάποιες ψηφιδωτές παραστάσεις στα τύμπανα πάνω από τις κεντρικές πύλες, όπως την Ωραία Πύλη από την οποία εισερχόταν ο αυτοκράτορας στο ναό και τις τρεις μεσαίες, τις Βασιλικές Πύλες που αποτελούσαν και την επίσημη είσοδο στον κυρίως ναό. Σήμερα, όλοι μπαίνουν στο ναό από τη Βασιλική Πύλη, μένοντας εκστασιασμένοι από το μέγεθος, την αρμόνια, την πολυχρωμία των κιόνων την ποικιλία της διακόσμησης και τον άπλετο φωτισμό που εισέρχεται από τα πλαϊνά παράθυρα και τα σαράντα αντίστοιχα του τρούλου, δικαιολογώντας την εντύπωση των βυζαντινών ότι τέτοιο έργο δεν είναι δημιούργημα ανθρώπινων χεριών αλλά του Θεού. Η στεφάνη του τρούλου έχει διάμετρο 33 μέτρα και ύψος 13,80 μ. . Στο δάπεδο του ναού υπάρχουν 40 και στον γυναικωνίτη 64 κίονες. Στο γυναικωνίτη, οπού οδηγούν κοχλιωτές κλίμακες από τον εσωνάρθηκα, υπήρχε στο κέντρο του ειδική θέση για την αυτοκράτειρα και τη συνοδεία της, περιστοιχισμένη από ένα δάσος πρασίνων κιόνων από τα λατομεία της Θεσσαλίας, με δαντελωτά κιονόκρανα που μιμούνται φύλλα άκανθας. Στο γυναικωνίτη έχουν αποκαλυφθεί και μερικά από τα ωραιότερα ψηφιδωτά, με τα οποία ήταν διακοσμημένες σχεδόν όλες οι ακάλυπτες από τις ορθομαρμαρώσεις επιφάνειες του ναού και κατά ένα μεγάλο μέρος είναι ακόμη στις μέρες μας καλυμμένες από τα νεοτέρα επιχρίσματα. Στο νότιο υπερώο βρίσκεται η περίφημη παράσταση της Δέησης καθώς και άλλες με τον Χριστό ευλογούντα και διάφορους αυτοκράτορες με τις συζύγους τους. Αναμφισβήτητα όμως το ψηφιδωτό εκείνο που συγκινεί ιδιαίτερα είναι αυτό της Ένθρονης Παναγίας Βρεφοκρατούσας στην αψίδα της κεντρικής κόγχης του ιερού, έργο του 9-10ου αι. . Ο επισκέπτης-προσκυνητής παρά την απογύμνωση από τα κινητά αντικείμενα του αρχικού χριστιανικού ναού και τις όποιες αλλοιώσεις, εξακολουθεί να εντυπωσιάζεται από την ποιότητα της αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας ενός σύμβολου μιας από τις μακροβιότερες αυτοκρατορίες, όπου ξέφυγε από τις ιστορικές και χρονικές ανθρώπινες συμβατότητες και διαστάσεις, δικαιολογώντας το επιφώνημα του Ιουστινιανού και έχοντας δικαίως καταστεί ένα διαχρονικό παγκόσμιο μνημείο.

9/8/09

ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ

Ο ναός της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους μεγαλύτερους και ωραιότερους ναούς της χριστιανοσύνης και ένα από τα πιο σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς. Ο σημερινός ναός, ένας συνδυασμός βασιλικής με τρούλο, παρά τις διάφορες επισκευές, αποτελεί τον τρίτο χρονολογικά ναό που κτίστηκε στην ίδια θέση και αντικατέστησε προγενέστερα κτίσματα, αφιερωμένο στη γέννηση του Χριστού. Ο πρώτος ναός, κτισμένος μεταξύ του ιπποδρόμου και του παλατιού και διπλά στο ναό της Αγίας Ειρήνης, εγκαινιάστηκε το 360 μ.χ. , ενώ το σημερινό κτίσμα του Ιουστινιανού, άρχισε να οικοδομείται το 532, με αρχιτέκτονες και την επίβλεψη του Ανθέμιου από τις Τράλλεις και του Ισίδωρου από τη Μίλητο. Δομικά υλικά, μάρμαρα και κίονες από το Baalbek της Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου, από το ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, από τις Κυκλάδες, Αθήνα, Ρώμη, Θεσσαλία και Ρόδο μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που στα νεότερα χρόνια θα ονομαστεί βυζαντινή, για την κατασκευή του νέου ναού. Άριστοι τεχνίτες από όλην την οικουμένη κατέφθασαν για την περίφημη κατασκευή, που σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής έφτασαν τους 10.000, ενώ η συνολική δαπάνη ανήλθε στο ποσό των 320 κεντηναρίων χρυσού, 3.600.000 αγγλικές λίρες περίπου. Εγκαινιάστηκε μεγαλόπρεπα στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον πατριάρχη Μηνά και τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Η Μεγάλη Εκκλησία αποτέλεσε πέρα από πνευματική κυψελίδα και κιβωτό σωτηρίας, την ψυχή, την καρδιά, το σύμβολο ευμάρειας και επίκεντρο όλων των επίσημων τελετών της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μπορούσε να χωρέσει 23.000 ανθρώπους και σε αυτόν υπηρετούσαν 60 ιερείς, 100 διάκονοι, 40 διακόνισσες, 90 υποδιάκονοι, 110 αναγνώστες, 25 ψάλτες, και 100 πυλωροί, ενώ ο αριθμός των αγιοσοφιτών πριν την Άλωση έφτασε περίπου τους 800. Ο ναός υπέστη μεγάλη καταστροφή και λεηλασία το 1204 από τους σταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας, οι οποίοι απόσπασαν όλες τις χρυσές και αργυρές επενδύσεις καθώς και τους άλλους πολύτιμους θησαυρούς τέχνης. Ενδεικτικό του τί υπήρχε μπορεί κανείς να αντιληφθεί επισκεπτόμενος τα μουσεία και τα σκευοφυλάκια των ναών της Δύσης. Η περαιτέρω τύχη της Αγίας Σοφίας ακολουθεί την πορεία του βυζαντινού κράτους, φθάνοντας στις αρχές του 15ου αι. σε δυσχερή κατάσταση συντήρησης , μιας και η οικονομία της αυτοκρατορίας ήταν σε ύφεση. Το τέλος της ζωής του κτίσματος ως χριστιανικού ναού σημειώνεται στις 29 Μαΐου 1453, την ημέρα της Άλωσης από τους Οθωμανούς.
Ο Μωάμεθ Β΄ο πορθητής, εισήλθε τρεις ημέρες μετά την Άλωση, την 1 Ιουνίου για να προσευχηθεί, έχοντας πρωτύτερα ο ναός καθαρθεί και μεταβληθεί σε ισλαμικό τέμενος με το όνομα Τζαμί Αγία Σοφία κεμπήρ (τέμενος μέγα της Αγίας Σοφίας). Η μετατροπή σε τέμενος επέφερε σημαντικές αλλοιώσεις στο κτίσμα και στη διακόσμησή του, μιας και αφαιρέθηκαν η αγία τράπεζα, ο άμβωνας και οι φορητές εικόνες, επιχρίσθηκαν με κονίαμα τα μωσαϊκά, ενώ άρχισαν να ανεγείρονται οι μιναρέδες. Τον Μάιο του 1934 η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε βυζαντινό μουσείο.
(Οι φωτογραφίες προέρχονται από την επίσκεψή μου στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 2003)