30/7/09

«ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΣΤΟΝ ΛΥΣΑΝΔΡΟ ΚΑΥΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ», του Γρηγόρη Πουλημένου

Ένα βιβλίο μέσα από το οποίο κάποιος επιστημονικά θα μπορούσε σήμερα να δώσει απαντήσεις στο θέμα της μετατροπής του ειδωλολατρικού ναού του Παρθενώνα σε χριστιανική εκκλησία, αποτελεί η εργασία του αείμνηστου Γρηγόρη Πουλημένου «ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΣΤΟΝ ΛΥΣΑΝΔΡΟ ΚΑΥΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ», αντίτυπο της οποίας μου αφιέρωσε κατά την τελευταία του επίσκεψη στο νησί μας, στο εξοχικό του στη Βόρεια Ζάκυνθο, από την οποία κατάγεται η σύζυγός του Ιωάννα Στουφή-Πουλημένου, επίκουρος καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών.
Είναι πρόδηλο ότι οι χριστιανοί κάτοικοι των Αθηνών, έχοντας ιστορική επίγνωση της καταγωγής τους, όχι μόνον δεν κατέστρεψαν με μανία, όπως κάποιοι για δικούς τους λόγους θέλουν να παρουσιάζουν, τα κτίρια της Ακρόπολης με την καλλιτεχνική τους διακόσμηση, απεναντίας με τη μετατροπή τους από ευχαριστιακούς ναούς σε χριστιανικές εκκλησίες σεβάστηκαν την προτέρα διακόσμηση που παρέπεμπε στο προγονικό τους παρελθόν. Οι επεμβάσεις που έγιναν ήταν μόνον οι αναγκαίες για την προσαρμογή των κτιρίων στις λειτουργικές ανάγκες της νέας θρησκείας. Με τον τρόπο αυτό προστάτεψαν τα κτίρια από την εγκατάλειψη και την ερήμωση στην οποία είχε περιέλθει καιρό προτού γίνει χριστιανική εκκλησία. Χαρακτηριστικά διαβάζουμε :
"Το διάταγμα του Θεοδοσίου Β' για την αναστολή της λειτουργίας των ειδωλολατρικών ναών και τον «εξαγνισμό» τους σηματοδότησε το τέλος της λειτουργικής χρήσης του Παρθενώνα ως ιερού. Αυτό έγινε το 438 μ.Χ., οπότε ο ναός σφραγίστηκε και «εξαγνίστηκε» με τη χάραξη του σταυρού. Ειδικός απεσταλμένος του αυτοκράτορα στάλθηκε στην Αθήνα, για να σφραγίσει τους αρχαίους ναούς και να μεταφέρει στο Βυζάντιο τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά έργα. Εί­ναι σήμερα γενικότερα αποδεκτό ότι τα αρχαία ιερά των Αθηνών την εποχή αυτή είχαν ήδη παύσει να λειτουργούν αλλά είχαν μείνει απείραχτα. Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος, φθάνοντας στην Αθήνα το 429 μ.Χ. από την Κωνσταντινούπολη, ανέβηκε να προσευ­χηθεί στον Παρθενώνα και τον βρήκε κλειστό, όπως και τα άλλα αρ­χαία ιερά πολύ πριν τη σφράγιση τους από τον Θεοδόσιο Β'.
Την εποχή αυτή ο Παρθενώνας σωζόταν στην Ακρόπολη σε αρκε­τά καλή κατάσταση αλλά ήταν ήδη διαφορετικός από τον λαμπρό ναό των κλασσικών χρόνων. Οι αλλαγές που είχαν γίνει σχετίζονταν και με τις καταστροφές του μνημείου στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων. Καθοριστικό σημείο για το κτίριο υπήρξε η μεγά­λη πυρκαϊά, για την οποία οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι συνέβη στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια στο μνημείο και η οποία είχε σημαντι­κότατες επιπτώσεις σ' αυτό. Η ξύλινη στέγη του ναού κάηκε ολοσχερώς και κατέπεσε σε ε­ρείπια στο εσωτερικό του ναού μαζί με τη μαρμάρινη επικεράμωση που κατέρρευσε σε θραύσματα. Κάηκαν επίσης και τα μεγάλα θυρώματα του ναού. Η εξαιρετικά υψηλή θερμοκρασία που αναπτύ­χθηκε προκάλεσε βαρύτατες θερμικές θραύσεις στην εσωτερική πλευρά των αετωμάτων, στις εσωτερικές όψεις των τοίχων, σ' όλους τους εσωτερικούς κίονες και σε μεγάλο μέρος των άλλων κιόνων, στις παραστάδες του σηκού, στο θριγκό του πρόναου και του οπισθόναου. Ανάλογες καταστροφές προηγήθηκαν και στα μαρμάρι­να φατνώματα, τα οποία συγκροτούσαν την οροφή του πτερού και μάλιστα λόγω της κατάρρευσης του συνόλου της στέγης συμπαρα­σύρθηκαν και κατέπεσαν στο έδαφος. Η πιθανότερη εκδοχή για το χρόνο αυτής της καταστροφής είναι ότι σχετίζεται με μια γενικότερη καταστροφή της πόλης από εμπρη­σμούς και συνδέεται με την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ., ο­πότε στην πόλη φαίνεται να προκλήθηκαν ευρύτατες καταστροφές από φωτιά, η οποία δεν υπήρξε καταστροφική μόνο για τον Παρθε­νώνα.
Η επισκευή του Παρθενώνα αποδίδεται στον αυτοκράτορα Ιου­λιανό (361-363), πράγμα που δείχνει ότι ο Παρθενώνας για εκατόν περίπου χρόνια διετηρείτο σε ερειπιώδη κατάσταση και δεν εχρησιμοποιείτο. Η επισκευή του 4ου αιώνα μ.Χ. περιέλαβε ευρύτατες ε­πεμβάσεις στο εσωτερικό του ναού. Οι ευρύτατες καταστροφές των εσωτερικών κιόνων του ναού α­πέκλειαν κάθε προοπτική επανάχρησής τους. Για το λόγο αυτό κα­τασκευάστηκε μια νέα εσωτερική δωρική κιονοστοιχία σε δύο ορό­φους (δίτονη) με υλικό που προήλθε από τη συστηματική διάλυση δύο όμοιων δωρικών στοών της αρχαίας αγοράς. Με υλικό της ίδιας προέλευσης ανακατασκευάστηκε και το δυτικό θύρωμα του ναού που είχε καταστραφεί πλήρως. Στο κτίριο έγινε ευρύτατη χρήση επενδύσεων με μαρμάρινες πλάκες ή οι επιφάνειες επιχρίστηκαν με κονιάματα. Για την εξα­σφάλιση της σταθερότητας των παραπάνω επεμβάσεων πραγματο­ποιήθηκαν απολαξεύσεις των επιφανειών και εξοπλισμός με σιδη­ρές καρφίδες. Η νέα στέγη που κατασκευάστηκε κάλυψε μόνο το σηκό. Ήταν ξύλινη όπως η παλιά αλλά είχε μεγαλύτερη κλίση και η ε­πικάλυψή της συνεκροτείτο από πήλινα κεραμίδια και δεν ήταν μαρμάρινη. Έτσι τα πτερά του ναού μετατράπηκαν σε υπαίθριο χώ­ρο, στον οποίο μόνο σημειακά διετηρείτο η αρχαία μαρμάρινη οροφή, όπου δεν είχε καταρρεύσει ή καθαιρεθεί λόγω επικινδυνότητας από τις βαριές θερμικές βλάβες που είχε υποστεί. Στα πλαίσια της επισκευής θα πρέπει το μεγάλο άγαλμα της θεάς Αθηνάς να αντικα­ταστάθηκε από ένα νέο. Η επιδιόρθωση του ναού του 4ου αιώνα απέδωσε ένα κτίσμα σε λειτουργική χρήση στην αρχαία λατρεία αρ­κετά διαφορετικό στο σύνολο και στις λεπτομέρειες από αυτό του κλασσικού Παρθενώνα που μετατράπηκε από ευχαριστιακό ανάθη­μα σε λατρευτικό χώρο.Όταν εξήντα χρόνια αργότερα ο Πρόκλος ανέβηκε στην Ακρόπο­λη, ο νέος αυτός ναός της Παλλάδος δεν λειτουργούσε εκ των πραγ­μάτων, πιθανότατα λόγω της απαγόρευσης της δημόσιας εθνικής λατρείας, θα παρέμενε όμως εκεί με τη μορφή του αρχαίου ιερού για εκατόν και πλέον ακόμα χρόνια μέχρι την εποχή του Ιουστινια­νού (527-565), οπότε θα έπαιρνε τη μορφή του χριστιανικού Παρθε­νώνα.
Η μετατροπή του χριστιανικού Παρθενώνα.
Στα μέσα του 6°" μ.Χ. αιώνα ο Παρθενώνας δεν ήταν ίδιος με αυ­τόν της κλασσικής εποχής. Η καταστροφή από τη μεγάλη πυρκαϊά και η εν συνεχεία ανάπλασή του από τον Ιουλιανό είχαν αποδώσει ένα μνημείο σημαντικά διαφορετικό από αυτό της κλασσικής επο­χής. Η εκτός λειτουργίας παραμονή του για εκατόν πενήντα περί­που χρόνια οπωσδήποτε το εξέθετε στους δομικούς κινδύνους που περιβάλλουν τα εγκαταλελειμμένα κτίρια. Πολύ εύστοχα, παρα­τηρεί ο Μανώλης Κορρές ότι «η μετατροπή του ναού σε εκκλησία υ­πήρξε παράγων γενικά θετικός για την περαιτέρω διατήρηση του μνημείου». Η αλλαγή πάντως της λειτουργικής χρήσης του μνημεί­ου κατέστησε αναπόφευκτες ορισμένες αλλαγές που, αν και περιο­ρισμένες, άλλαξαν ακόμη περισσότερο την παρουσία του στο χώρο. Πότε ακριβώς έγινε η μετατροπή του ναού της Παλλάδος σε χρι­στιανικό ναό δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη επακριβώς. Οι μόνες βέ­βαιες πληροφορίες είναι εκείνες που προέρχονται από τις εκατο­ντάδες χαραγμένες επιγραφές και σύμβολα στους τοίχους και στους κίονες της περιστάσεως. Στο μνημείο αυτό της ιστορίας της πόλεως των Αθηνών, το «λίθινο χρονικό», όπως ονομάστηκε, ο Παρθενώνας εμφανίζεται ήδη στα μέσα του 6"" μ.Χ αιώνα να είναι ήδη χριστιανι­κή εκκλησία. Αποδίδεται λοιπόν η μετατροπή του στο μεγάλο οι­κοδομικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού που εξελισσόταν την εποχή εκείνη σ' όλη την αυτοκρατορία, στα πλαίσια της προσπάθειας για την ανάκαμψη και εξασφάλιση της επιβίωσής της.
Το κτιριολογικό πρόγραμμα της μετατροπής του Παρθενώνα στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η μορφή του αρχαίου ναού διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό την εξυπηρέτηση των νέων χρήσεων της χριστιανι­κής βασιλικής. Προς αυτή την κατεύθυνση στράφηκαν οι προσπά­θειες των αρχιτεκτόνων.
Πρόβλημα δημιουργήθηκε με τον προσανατολισμό του ναού. Ο αρχαίος ναός, όπως όλα τα αρχαία ιερά, είχε την είσοδο του ανατο­λικά. Στη χριστιανική εκκλησία η είσοδος έπρεπε να βρίσκεται δυτικά, ενώ η αψίδα του ιερού Βήματος στο ανατολικό άκρο του ναού. Έπρεπε λοιπόν να αναστραφεί η πρόσβαση στο σηκό. Παράλληλα ο χώρος έπρεπε να μεταπλαστεί από αυτόν ενός «ναού» σε «εκ­κλησία», δηλαδή έπρεπε να μετατραπεί από αυτόν ενός χώρου προ­ορισμένου για τη στέγαση και την αισθητική ανάδειξη ενός λατρευ­τικού συμβόλου, στην προκειμένη περίπτωση του αγάλματος της Παλλάδος Αθηνάς, σε χώρο συγκέντρωσης πιστών και τέλεσης θρη­σκευτικών δρωμένων των πιστών της χριστιανικής εκκλησίας που στα μέσα του 6ου αιώνα είχε παγιωθεί στον αρχιτεκτονικό τύπο της χριστιανικής ξυλόστεγης βασιλικής.
Όσον αφορά το πρόβλημα της προσβασιμότητας η κύρια είσοδος του ναού έγινε πλέον η είσοδος οπισθόναου στη δυτική στενή πλευ­ρά του ναού. Αντίθετα η ανατολική είσοδος, που αποτε­λούσε την αρχαία πρόσβαση στο εσωτερικό του ναού, έπαυσε να υ­φίσταται. Το άνοιγμά της αξιοποιήθηκε, για να κατασκευαστεί η α­ψίδα του ιερού Βήματος του χριστιανικού ναού. Η αψίδα αυτή ήταν ημικυκλική με διάμετρο λίγο μεγαλύτερη από το άνοιγμα της παλιάς θύρας του ναού. Ήταν κτισμένη από λίθους από αρχαία μνημεία. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα σήμερα τα άλλα χαρακτηριστικά της αψίδας αυτής όπως π.χ. το ύψος της, ο τρόπος στέγασής της, ο αριθμός των παραθύρων. Μόνο υποθέσεις είναι δυνατόν να γίνουν που στηρίζονται στη γνώση μας για την άρ­θρωση των αψίδων των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποθέσουμε ότι η αψίδα αυτή διέθετε τρία παράθυρα και στέγαση τεταρτοκυκλίου στο ύψος περίπου του ανωφλίου της αρχαίας εισόδου, όπου πιθανότατα είχε διαμορφωθεί ένα αψιδωτό ανώφλι. Ο αρχικός ναός διέθετε στο εσωτερικό του, όπως προείπαμε, μια διώροφη δωρική τοξοστοιχία σε σχήμα Π, που είχε καθαρά ρόλο α­νάδειξης του αγάλματος της θεάς. Η ύπαρξη αυτής της στοάς διευκόλυνε την τρίκλιτη διάταξη του χώρου στα πρότυπα των χριστιανικών βασιλικών που αξιοποιήθηκε κατάλληλα για τη μετα­τροπή του ναού σε εκκλησία. Η στοά αυτή διατηρήθηκε ως είχε με την προσθήκη ενός ξύλινου πατώματος στη στάθμη του ορόφου της πάνω από τα πλάγια κλίτη, ώστε να δημιουργηθούν υπερώα. Το πάτωμα αυτό στηριζόταν αφενός στη στοά και αφετέρου σε πλίνθινο τοίχο που είχε κτιστεί εσωτερικά σε επαφή με τους πλάγιους τοί­χους του σηκού μέχρι το ύψος του ορόφου. Πιθανότατα για λόγους εξυπηρέτησης τελετουργικών πομπικών κινήσεων, κρίθηκε απαραί­τητη η αφαίρεση του κεντρικού κίονα στην εγκάρσια κιονοστοιχία και η αντικατάσταση του από την κατασκευή ενός θριαμβευτικού τόξου. Έτσι η πλευρά αυτή πήρε στο ισόγειο τη μορφή ενός τριβήλου ανοίγματος, μορφή συνηθισμένη στις παλαιοχριστιανικές βασι­λικές.
Για τη στέγαση του χώρου αυτού έγιναν σημειακές διευθετήσεις στην υπάρχουσα στέγαση, ώστε να ανοιχθούν από τρία παράθυρα σε κάθε πλευρά του ναού. Συγκεκριμένα αφαιρέθηκαν σε κάθε πλευρά τρεις ολόκληροι λίθοι της ζωφόρου και απολαξεύθηκε στα σημεία αυτά το υπερκείμενο τμήμα της θράνου και της επίτοιχης δοκού. Παράλληλα αμέσως ψηλότερα κατασκευάστηκε στον τοίχο της στέγης αψιδωτή απόληξη του κάθε ανοίγματος που κατέληγε σε αετωματική κορύφωση. Με την κατάλληλη διευθέτηση στα σημεία αυτά της στέγασης κατέστη με τον τρόπο αυτό δυνατή η δη­μιουργία ενός στοιχειώδους φωταγωγού για το φωτισμό του κυρίως ναού. 0 φωτισμός αυτός ενισχυόταν από το υπάρχον αρχαίο πα­ράθυρο δεξιά της αψίδας του ιερού Βήματος και από ένα άλλο όμοιό του που διανοίχθηκε ανατολικά της αψίδας. 0 φωτισμός γενι­κά στο εσωτερικό του ναού υπολειπόταν σημαντικά του συνηθισμέ­νου φωτισμού στις βασιλικές της εποχής. Πρέπει να δεχθούμε ότι στο εσωτερικό του χριστιανικού Παρθενώνα επικρατούσε ημίφως.
Δεδομένου ότι η πρόσβαση στην εκκλησία γινόταν, όπως προα­ναφέραμε, από τη δυτική είσοδο του οπισθόδομου, ήταν αναγκαίο να δημιουργηθούν θύρες επικοινωνίας μεταξύ του δυτικού διαμερί­σματος του σηκού και του κυρίως ναού. Τρεις θύρες ανοίχθηκαν στον ενδιάμεσο τοίχο, η κεντρική λίγο φαρδύτερη από τις πλάγιες, που αντιστοιχούσαν στα τρία κλίτη του κυρίως ναού. Στο δυτικό τετράστυλο διαμέρισμα του σηκού δεν έγιναν άλλες δομικές αλλαγές εκτός από τη διάνοιξη δύο μικρών πλάγιων θυρών. Η περί­σταση παρέμεινε στο χώρο να περιβάλλει τον αρχαίο σηκό, που είχε πλέον μετατραπεί σε χριστιανική βασιλική, όπως στην τελευταία φάση του εθνικού Παρθενώνα.
Τα μετακιόνια διαστήματα φράχθηκαν με ψηλή τοιχοποιία, ώστε να δημιουργηθεί στη θέση του αρχαίου πτερού ένας αύλειος χώρος που περιέβαλλε την εκκλησία, ενώ θυρώματα στο δυτικό τμήμα του ναού επέτρεπαν την πρόσβαση από το εξωτερικό. Δεν υ­πάρχουν ενδείξεις ότι ο χώρος αυτός συνδεόταν με κάποια από τις λειτουργικές χρήσεις που εξυπηρετούνταν στα παλαιοχριστιανικά αίθρια, αν και από τους ερευνητές του αποδίδεται αυτή η χρήση. Αντίθετα η απευθείας επαφή του κυρίως ναού του χριστιανικού Παρθενώνα με τον περιμετρικό αύλειο χώρο μέσω των πλαγίων ει­σόδων του σηκού μάλλον απομακρύνει την πιθανότητα να εχρησιμοποιείτο ως αίθριο. Η ύπαρξη αιθρίου τόσο στον χριστιανικό Παρ­θενώνα όσο και στο Ερεχθείο μάλλον δεν ήταν απαραίτητη την επο­χή αυτή, δεδομένου ότι το σύνολο των κτισμάτων του Ιερού Βράχου είχε αποκτήσει κάποια χρήση σχετική με τη χριστιανική λατρεία, ο­πότε όλος ο υπαίθριος χώρος λειτουργούσε σαν ένα μεγάλο αίθριο.
Διευθετήσεις έγιναν και για την προσθήκη στοιχείων εξοπλισμού για την εξυπηρέτηση των νέων λειτουργικών χρήσεων του ναού. Η υπερύψωση του δαπέδου του ναού στο ανατολικό τμή­μα του μεσαίου κλίτους μέχρι το μήκος του δευτέρου κίονα προσ­διορίζει και το περίγραμμα του παλαιοχριστιανικού ιερού Βήματος. Το μικρό σχετικά άνοιγμα της παλαιοχριστιανικής αψίδας, τμήμα της οποίας διετίθετο οπωσδήποτε για τη διαμόρφωση του συνθρόνου, αποκλείει την τοποθέτηση της Αγίας Τράπεζας στο περίγραμ­μα της αψίδας. Η παλαιοχριστιανική Αγία Τράπεζα πρέπει να βρι­σκόταν στο χώρο του ιερού Βήματος στο κεντρικό κλίτος του ναού. Τα διάστυλα μεταξύ των εσωτερικών κιόνων φράζονταν με χαμηλά διαφράγματα πέραν του χώρου του ιερού Βήματος, τουλάχιστον μέ­χρι τον έβδομο από ανατολάς κίονα. Στο σημείο αυτό εμφανίζεται εγκάρσιο διάφραγμα να διακόπτει τη συνέχεια του χώρου στο κε­ντρικό κλίτος. Δημιουργείται έτσι ένα είδος ευρύτατου σολέα έξω από το ιερό Βήμα που μας θυμίζει ανάλογες διατάξεις βασιλικών της Αιγύπτου.Ο περίφρακτος αυτός χώρος καταλαμβάνει τα 2/3 περίπου του μήκους του κεντρικού κλίτους του ναού πέραν του χώρου του ιερού Βήματος. Στο χώρο αυτό βρισκόταν και ο άμβωνας του χριστιανι­κού Παρθενώνα. Ιδιαίτερης προσοχής αξίζει η διευθέτηση που έγινε στο μέσο της εγκάρσιας στοάς στον κυρίως ναό, όπου α­φαιρέθηκε ο κεντρικός κίονας στο ισόγειο και αντικαταστάθηκε από μια θριαμβευτική αψίδα. Η διατήρηση του αντίστοιχου α­ξονικού κίονα στον όροφο δημιούργησε μια κατασκευή που εντυπωσίαζε τον επισκέπτη του χριστιανικού Παρθενώνα και δεν ήταν από τις απλούστερες τεχνικά. Παράλληλα η χρησιμοποίηση παρό­μοιων αψιδωμάτων στην παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική είχε σχέ­ση με τον τονισμό πομπικών κινήσεων ή την επισήμανση σημαντι­κών λειτουργικά χώρων. Η θριαμβευτική αυτή λοιπόν κατασκευή δημιουργήθηκε για να διευκολύνει και ταυτόχρονα να επισημάνει τον άξονα των δύο πομπικών εισόδων κατά τη θεία λειτουργία. 0 χώρος λοιπόν αφετηρίας των εισόδων στον παλαιοχριστιανικό Παρ­θενώνα βρισκόταν εκτός του κυρίως ναού, πιθανότατα στο χώρο του τετράστυλου αρχαίου οπισθόδομου, όπου πιθανόν κάποιο τμήμα του χώρου να είχε διευθετηθεί σε χώρο πρόθεσης και διακονικού.
Στο δυτικό τετράστυλο τμήμα του αρχαίου σηκού και στη βο­ρειοδυτική γωνία του διευθετήθηκε με διαφράγματα χώρος που χρησιμοποιήθηκε σαν βαπτιστήριο. Η πρόσβαση στο χώρο αυτό γινόταν από δύο εισόδους τοποθετημένες κατάλληλα, ώστε να διευκολύνονται οι τελετουργικές κινήσεις γύρω από την ορθογώνια κολυμβήθρα στο μέσον του χώρου. Στον τετράστυλο αυτό χώρο α­ποδίδεται η λειτουργική χρήση του νάρθηκα. 0 χώρος θυμίζει πε­ρισσότερο τις μεταγενέστερες ευρύχωρες λιτές των μοναστηριακών βασιλικών παρά τους παλαιοχριστιανικούς νάρθηκες. Οι λιτές πάλι εξυπηρετούσαν τελείως διαφορετικά λειτουργικά δεδομένα, άγνω­στα στα μέσα του 5ου αιώνα. Οι έξι θύρες που ανοίγονται σε όλες τις πλευρές του χώρου παρέχουν ευρύτατες δυνατότητες πρόσβασης σ' αυτόν πολύ πέραν από αυτές που παρατηρούνται στους νάρθηκες των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Οι λειτουργίες που διαπιστώ­θηκαν στο χώρο αυτό, π.χ. αυτή του βαπτιστηρίου, συνδέονται ό­μως συνήθως με τη λειτουργία του παλαιοχριστιανικού αιθρίου που δεν διαθέτει ο χριστιανικός Παρθενώνας.
0 τετράστυλος χώρος του οπισθόδομου αποτέλεσε μια ιδιαιτερό­τητα του χριστιανικού Παρθενώνα. 0 χώρος αυτός, που δεν πληροί απόλυτα τα αρχιτεκτονικά δεδομένα του χριστιανικού αιθρίου και του παλαιοχριστιανικού νάρθηκα, προσεγγίζει περισσό­τερο αυτά του περιορισμένου «Αtrium» της ρωμαϊκής κατοικίας. Στο «Αtrium» αυτό του χριστιανικού Παρθενώνα εξυπηρετήθηκαν οπωσδήποτε λειτουργίες που είχαν σχέσεις με το αίθριο των βασιλι­κών και πιθανότατα με αυτές του παλαιοχριστιανικού νάρθηκα.
Αξιοσημείωτο εξάλλου είναι το γεγονός ότι με τις διευθετήσεις που έγιναν στο κτίριο, για να υποδεχθεί τις χριστιανικές χρήσεις, δημιουργείται ένας κεντρικός άξονας πορείας που ξεκινά από το κεντρικό θύρωμα της αυλής και συνεχίζει με τη δυτική πύλη του «Αtrium», την πύλη του κυρίως ναού, τη θριαμβευτική αψίδα του «τριβήλου», την Ωραία Πύλη του ιερού Βήματος και καταλήγει στο σύνθρονο στην αψίδα του ιερού Βήματος. 0 άξονας αυτός επιτρέπει μια απρόσκοπτη πορεία από το εξωτερικό της εκκλησίας μέχρι το ιερότερο σημείο της, την Αγία Τράπεζα, πράγμα εντελώς ασυνήθι­στο στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Η ύπαρξη πολυπληθούς σώ­ματος κατηχουμένων και η ιδιαίτερη λειτουργική μεταχείρησή του από την εκκλησία είχαν καθιερώσει την τεθλασμένη πορεία του από την εξωτερική είσοδο μέχρι την Αγία Τράπεζα στα συγκροτήματα των παλαιοχριστιανικών ναών.
Με όλες τις παραπάνω διευθετήσεις ο Παρθενώνας έγινε χρι­στιανική εκκλησία. Αν εξαιρέσουμε τον τοίχο που έφραζε τα διάστυλα της περίστασης, ώστε να δημιουργηθεί ο αύλειος χώρος γύρω από το σηκό, όλες οι άλλες παρεμβάσεις, όπως και στη μετασκευή του Ιουλιανού, έγιναν στο σηκό του ναού και απέβλεπαν να τον α­ποδώσουν στη μορφή μιας τρίκλιτης βασιλικής, για να εξυπηρε­τούνται οι λατρευτικές ανάγκες στη νέα χρήση. Οι παρεμβάσεις αυτές ήταν περιορισμένες και παρέχουν την αίσθηση ότι προσαρμό­στηκαν στην υπάρχουσα αρχιτεκτονική οργάνωση του σηκού. Αυτή η στάση των ανακαινιστών ήταν σημαντική, γιατί βοήθησε να διατηρηθούν και να διασωθούν κατά χώραν σχεδόν όλα τα δομι­κά στοιχεία της αρχαίας τέχνης στο ναό και το σύνολο του σωζόμε­νου κατά χώραν την εποχή της μετασκευής ανεικονικού γλυπτού διακόσμου.
Το πρόβλημα του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα.
Εικονικός γλυπτός διάκοσμος στον Παρθενώνα διατηρήθηκε σε τρία σημεία. Στο σηκό του ναού ζωφόρος διέτρεχε περιμετρικά τους τοίχους στο ψηλότερο τους σημείο. Θέμα της η αρχαί­α αθηναϊκή θρησκευτική τελετή της πομπής των Παναθηναίων που κατέληγε με τη θυσία της εκατόμβης στον μεγάλο βωμό της Παλλά­δος Αθηνάς. Αν εξαιρέσουμε τους λίθους που αφαιρέθηκαν για τη δημιουργία των παραθύρων, η ζωφόρος διατηρήθηκε στη θέση της και αξιοποιήθηκε σαν διακοσμητικό στοιχείο του χριστιανικού Παρ­θενώνα. Παρά το σαφώς παγανιστικό περιεχόμενο του θέματος της και την παρουσία των προσώπων αρχαίων θεών στη σύνθεση της, ό­πως π.χ. της Αθηνάς, του Ηφαίστου κ.λπ., δεν παρατηρείται η χά­ραξη κάποιου σταυρού ή άλλου χριστιανικού συμβόλου, ώστε να συντελεστεί η απαραίτητη «μεταμόρφωση» του θέματος και να κα­ταστεί συμβατό με τη χριστιανική λατρεία.
Τα αετώματα της περίστασης του ναού είναι το δεύτερο σημείο, στο οποίο διατηρήθηκε ο εικονικός γλυπτός διάκοσμος. Στο ανα­τολικό αέτωμα, που δέσποζε πάνω από την αψίδα του ιερού Βήμα­τος, το σύνολο των γλυπτών παρουσίαζε θέμα από την παγανιστική θεογονία με κυρίαρχο στο μέσο το θέμα της γέννησης της θεάς Αθη­νάς και της συνοδείας εκατέρωθεν άλλων θεοτήτων. Στο δυτικό αέ­τωμα, που κυριαρχούσε στην είσοδο του χριστιανικού ναού, το θέμα της γλυπτικής σύνθεσης αναφέρεται στο θαύμα της θείας δωρεάς της Ελιάς στην πόλη των Αθηνών και της διαμάχης της Αθηνάς και του Ποσειδώνα που συνοδεύονται από άλλες θεότητες. Το θέμα ή­ταν τοπικού ενδιαφέροντος για την Αθήνα και τη σχέση της πόλης με το αρχαίο δωδεκάθεο. Θα προβούμε και στην περίπτωση των δύο θεματικών συνθέσεων στην ίδια παρατήρηση που κάναμε για τη ζωφόρο του σηκού, δηλαδή στην απουσία χάραξης ή προσθήκης χρι­στιανικών συμβόλων «μεταμόρφωσης» των θεμάτων. Το τρίτο σημείο που διέθετε εικονικά γλυπτά είναι το σύνολο των μετοπών ανάμεσα στις τριγλύφους της περίστασης. Στην ανατολική πλευρά οι μετόπες απεικόνιζαν τη Γιγαντομαχία, τη μάχη μεταξύ Θεών και Γιγάντων για την παγκόσμια κυριαρχία. Στη δυτική πλευρά την Αμαζονομαχία, δηλαδή τη μάχη μεταξύ Αθηναίων και αμαζόνων. Στη βόρεια πλευρά οι ερευνητές δυσκολεύονται να προσδιορίσουν επακριβώς τα θέματα. Σε κάθε περίπτωση εικονίζο­νται θέματα του Τρωϊκού μύθου. Αλώβητη παραμένει στη θέση της μόνο η τελευταία μετόπη που απεικονίζει την Αθηνά και την Ήρα. Στη νότια πλευρά αναπτύσσονται απεικονίσεις από τη μάχη των Κενταύρων και Λαπιθών και θέματα που έχουν σχέση με γενεαλογι­κούς ή τοπικούς μύθους των Αθηναίων. Οι μετόπες των τριών πλευ­ρών, της ανατολικής, δυτικής και βόρειας, πλην της εξαίρεσης που αναφέραμε πιο πάνω, απολαξεύθηκαν, ενώ αλώβητες παρέμειναν οι μετόπες της νότιας πλευράς. Προβάλλεται σήμερα η άποψη της απολάξευσης των μετοπών των τριών πλευρών στην περίοδο της μετατροπής του Παρθενώνα σε χριστιανική εκκλησία και αποτέλεσε ενέργεια που είχε σχέση με τη μετατροπή της χρήσης του κτιρίου. Σύμφωνα με την άποψη αυτή σκοπός ήταν να απαλειφθούν από το χριστιανικό πλέον οικοδόμημα σκηνές που ήταν ασυμβίβαστες με τη νέα του χρήση. Η διάσωση των μετοπών της νότιας πλευράς παραμένει ανεξήγητη και εικάζε­ται ότι έχει σχέση με μεταφορικές ερμηνείες που δόθηκαν από τους μετασκευάσαντες στη θεματολογία των μετοπών. Την ερμηνεία της καταστροφής των μετοπών δεν βοηθούν οι πηγές που δεν παρέχουν στοιχεία.
Θα παρατηρήσουμε ότι «θεολογικά» οι παραστάσεις των εναετίων γλυπτών και της ζωφόρου έχουν περισσότερο παγανιστικό πε­ριεχόμενο από αυτό των παραστάσεων των τριγλύφων των δύο του­λάχιστον πλευρών, της βόρειας και της δυτικής. Το θέμα των τρι­γλύφων της νότιας πλευράς, που διατηρήθηκαν αλώβητα, δεν υπο­λείπεται σε παγανιστικό περιεχόμενο από τις δύο άλλες πλευρές που απολαξεύθηκαν. Το προβαλλόμενο επιχείρημα της μεταφορι­κής ερμηνείας, η οποία δόθηκε από τους χριστιανούς στα θέματα των μετοπών που δεν απολαξεύθηκαν και συνεπώς απόκτησαν τη διασταλτική ερμηνεία της μεταμόρφωσης, δεν απαντά στο ερώτη­μα, γιατί αυτό δεν ίσχυσε και για τα θέματα των άλλων μετοπών.Η θέση των εναετίων γλυπτών με το έκδηλα παγανιστικό περιε­χόμενο βρισκόταν σε επίκαιρες θέσεις για κοινή θέα και δέσποζε περισσότερο στην όλη σύνθεση. Παράλληλα η ζωφόρος που ουσια­στικά απεικονίζει παγανιστικά λατρευτικά δρώμενα διατηρήθηκε ακέραιη πάνω στο σώμα αυτού τούτου του χριστιανικού ιερού, «μο­λύνοντας» το, σύμφωνα με την προβαλλόμενη άποψη, μια και δεν είχε υποστεί παρεμβάσεις «μεταμόρφωσης». Η διατήρηση αυτή θα αποτελούσε για ζηλωτές φανατικούς μεγαλύτερη ύβρη για την κα­θαγίαση του χώρου, αφού, όπως γνωρίζουμε, από την εποχή της με­τασκευής του Ιουλιανού η περίσταση δεν είχε οργανική σύνδεση με το σηκό του αρχαίου ναού, ο οποίος μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αλλά διετηρείτο αυτοτελής σε απόσταση σαν περίβλημα του χώρου.
Οι παραπάνω επισημάνσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, αν δεν προκύψουν νεώτερα τεκμηριωμένα στοιχεία που θα αλλάξουν τον κοινά αποδεκτό χρόνο της απολάξευσης, η προβαλλόμενη άποψη για την αιτιολόγηση της απολάξευσης κατά την μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό δεν διαθέτει λογική συνέπεια και θα πρέπει να αναζητηθεί επαρκέστερη αιτιολόγηση του γεγονότος.
Σε κάθε περίπτωση η ολοκλήρωση της μετασκευής του χριστια­νικού Παρθενώνα απέδωσε σε λειτουργική χρήση μια αρχιτεκτονική σύνθεση που συνίστατο από μια κεντρικά τοποθετημένη τρίκλιτη βασιλική που προερχόταν από μετασκευή και περιβαλλόταν σε μι­κρή απόσταση από μια περίσταση αρχαίου ναού που αναδείκνυε την εξωτερική μορφή του Παρθενώνα της κλασσικής εποχής. 0 χρι­στιανικός Παρθενώνας ήταν μια χριστιανική ιδιότυπη βασιλική που εμπεριείχετο σ' ένα περιστύλιο αρχαίου δωρικού ναού, όπως και ο Ιουλιάνειος «Παρθενώνας» ήταν ένας ιδιότυπος παγανιστικός ναός που εμπεριείχετο στο ίδιο περιστύλιο αρχαίου δωρικού ναού. Εν­σωματωμένη σ' αυτήν τη σύνθεση σε κοινή θέα ήταν η συντριπτική πλειοψηφία του αρχαίου εικονικού γλυπτού διακύσμου. 0 Μανώλης Κορρές σημειώνει για τον κλασσικό Παρθενώνα: «Ως κτίριο ο Παρ­θενών ακολουθεί ένα ναϊκό τύπο άγνωστο στην υπόλοιπη Ελλά­δα». Θα παρατηρήσουμε ότι και η μετασκευή του σε χριστιανικό Παρθενώνα απέδωσε ένα τύπο χριστιανικής εκκλησίας όχι μόνο ά­γνωστο στη μέχρι τότε παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική αλλά και ανεπανάληπτο στο μέλλον. Υποκύπτοντας στον πειρασμό να χαρακτηρίσουμε τον τύπο. θα αποκαλούσαμε τον χριστιανικό Παρ­θενώνα σαν «τρίκλιτη βασιλική υπό ενιαία δίκλινη στέγη περι­βαλλόμενη από περιστάσεις»."

21/7/09

Ένα βιβλίο για τη Βουλή των Ελλήνων

Πριν από μερικές μέρες είχα την τιμή να μου προσφέρουν ένα εξαιρετικού περιεχομένου Λεύκωμα ( δυσεύρετο όμως μιας και δεν κυκλοφορεί από ότι γνωρίζω στο εμπόριο) με τον τίτλο «Το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων», αποτελούμενο από δύο τόμους μέσα σε θήκη. Πρόκειται για έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, με αφορμή την ομώνυμη έκθεση που διοργανώθηκε τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους. Στις σελίδες του πρώτου τόμου παρουσιάζεται από επιφανείς αρχιτέκτονες και ιστορικούς, όπως η κ. Μάρω Καρδαμίτση- Αδάμη, κ. Μάνος Μπίρης, κ. Ελένη Γαρδίκα-Κατσιαδάκη κ.α. , η αρχιτεκτονική εξέλιξη και ιστορία του κτηρίου των πρώτων βασιλικών ανακτόρων της Ελλάδας και έδρα του σημερινού Κοινοβουλίου μας. Ουσιαστικά, πρόκειται για επιστημονικές μελέτες που καταθέτουν σημαντικές πληροφορίες για το κτίσιμο του κτηρίου, την αρχιτεκτονική εξέλιξη και διαμόρφωση του εσωτερικού αλλά και του περιβάλλοντος χώρου του, όπως για τον γειτνιάζοντα Εθνικό κήπο και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Ενδιαφέρουσες είναι όμως και οι ιστορικές μαρτυρίες και φωτογραφίες για τα πρόσωπα που έζησαν στα παλαιά Ανάκτορα, σημερινό Κοινοβούλιο και οι αναφορές στην καλλιτεχνική διακόσμηση των εσωτερικών χώρων. Στον δεύτερο τόμο με τίτλο «Από τα ανάκτορα των Αθηνών στο Κτήριο της Βουλής», υπάρχουν τα αρχιτεκτονικά σχεδία από το 1836 έως το 2008.

15/7/09

Ο Ερμής του Πραξιτέλη

Στο αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας στέκει μόνο του σε μια εντέχνως φωτισμένη αίθουσα, προκαλώντας επιφωνήματα θαυμασμού για την ομορφιά και τα συναισθήματα που δημιουργούνται , το περίφημο αγαλμάτινο σύμπλεγμα του Ερμή με τον Διόνυσο. Ο επισκέπτης από μακριά όταν βλέπει το γλυπτό υποψιάζεται και όσο πλησιάζει κυριολεκτικά μεταλαμβάνει τα γεννήματα της εποχής του κλασικισμού, οπού συμπυκνώνονται στη νατουραλιστική, συμμετρική και εύρυθμη απόδοση του ανθρώπινου σώματος. Το έργο αποδίδεται στον περίφημο γλύπτη Πραξιτέλη, του τέταρτου αιώνα π.χ. και αναπαριστά μια στιγμή ανάπαυλας του αγγελιοφόρου Ερμή κατά το ταξίδι του στην κατοικία των Νυμφών της Βοιωτικής Νύσας. Σκοπός του ταξιδιού του να παραδώσει τον μικρό Διόνυσο για να ανατραφεί από αυτές μακριά από την οργή της Ήρας. Στο δεξί χέρι, που δε σώζεται, ο Ερμής κρατάει ένα τσαμπί σταφύλι ενώ ο Διόνυσος σηκώνει προς αυτό το αριστερό του χέρι. Το από παριανό μάρμαρο σύμπλεγμα, που αναφέρεται από τον Παυσανία κατά την επίσκεψή του στην αρχαία Ολυμπία, βρισκόταν την περίοδο εκείνη και μέχρι την εύρεση του το 1877, στο σηκό του ναού της Ήρας. Πιθανότατα καταπλακώθηκε από σεισμό τον 3ο αι. μ.χ. και για αυτό διασώθηκε σχεδόν ακέραιο. Παρά τη μεταγενέστερη επεξεργασία που έχει υποστεί από την αρχαιότητα στην πίσω πλευρά , η στιλπνότητα του μαρμάρου (να σημειώσουμε ότι στην τελική του μορφή ήταν χρωματισμένο με επιχρυσώσεις), η εκφραστικότητα του βλέμματος που ατενίζει με ηρεμία το άπειρο, η σιγμοειδής κλίση του σώματος, που κάνει την κίνηση και την ακινησία να αντιπαλεύουν πια θα επικρατήσει, η απαλή απόδοση των μυών και των μελών του σώματος, δικαίως το κατατάσσουν στα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας γλυπτικής τέχνης.