23/2/08

ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟΒΟΥΝΙ [ΙΙ]

Ο Ναός
Το εσωτερικό προτού μεταφερθεί το ξυλόγλυπτο τέμπλο, φωτό 2000

Οι τοιχογραφίες όπως έχει αναφερθεί, αποτειχίσθηκαν μετά το 1953. Διατηρούνται παρ΄όλα αυτά υπολείμματα χρωμάτων, που πιθανότατα είχαν εμποτίσει το σοβά.


Η κόγχη του διακονικού, τοιχογραφία με απεικόνιση του αγίου Νικολάου

21/2/08

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟΒΟΥΝΙ [Ι]

Μοναστήρι σε ένα οροπέδιο στην Κάτω Βολίμα κτισμένο τον 16ο αι. από τους Ιωάννη Θεοδόση και τους εγγονούς του Καλλίνικο και Αναστάσιο Γιαννούλη. Οι τοιχογραφίες της εκκλησίας, άγνωστου αγιογράφου των τελών του 17ου αι. αποτοιχίστηκαν μετά τους σεισμούς του 1953 και βρίσκονται σήμερα στο Βυζ. και Μεταβυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου. Τα τελευταία χρόνια με μέριμνα του Μητροπολίτου Ζακύνθου κ. Χρυσοστόμου Β΄, το τέμπλο, τα ξυλόγλυπτα μανουάλια και οι εικόνες μεταφέρθηκαν στη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών, της οποίας είναι από παλιά μετόχι και στην οποία φυλάσσεται και τεμάχιο ιερού λειψάνου του Αγίου Ανδρέα. Όλες οι εικόνες συντηρήθηκαν από το εργαστήριο συντήρησης της Μητροπόλεως Ζακύνθου και φυλάσσονται με ασφάλεια. Δυστυχώς, δεν είχαν την ίδια τύχη και τα κτίσματα της Μονής τα οποία συν τω χρόνω κατέρρευσαν και όχι μόνον, αλλά ιερόσυλοι φαίνεται ότι αφαίρεσαν και ότι λιθανάγλυφο υπήρχε, δημιουργώντας περαιτέρω καταστροφή στα κτίσματα. Απωλέσθησαν επιγραφή με τη χρονολογία κατασκευής του κεντρικού κτιρίου, πέτρινα διακοσμητικά από το κεντρικό πηγάδι, πέτρινη σκαλιστή κεφαλή από το καμπαναριό και βεβαίως οι κολόνες με τα δωρικού τύπου κιονόκρανα από τη λότζα της εκκλησίας. Στις φωτογραφίες που ακολουθούν διακρίνεται το αληθές των παραπάνω γραφέντων. Ευχή και ελπίδα είναι να αναστηλωθεί κάποτε έστω η εκκλησία.
ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ. (1671)
(Το λιθανάφλυφο που χάθηκε από φώτο του 2000)

19/2/08

ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ

Σαν αετοφωλιά κρεμάμενη στους απόκρημνους βράχους της χαράδρας του Λούσιου υπάρχει από τον 10ο αι. η Μονή Φιλοσόφου. Κτήτορας υπήρξε ο Ιωάννης Λαμπάρδης, Αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκά, γνωστός ως Φιλόσοφος. Το 1691 χτίστηκε η νέα Μονή εξαιτίας του δυσπρόσιτου του παλιού μοναστηριού. Από τη Μονή φιλόσοφου εξήλθαν Πατριάρχες, αρχιερείς και πάρα πολλοί λόγιοι κληρικοί, οι οποίοι εργάσθηκαν για τη διατήρηση του ελληνορθόδοξου φρονήματος στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας.

17/2/08

ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ

Η Ιερά Μονή Πρόδρομου βρίσκεται στη χαράδρα του ποταμού Λούσιου στην Αρκαδία. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στον 12ο αι. και κατά άλλους στον 16ο αι. Οι τοιχογραφίες του μικρού σπηλαιώδους ναΐσκου αποδίδονται στον κρητικό αγιογράφο Θεοφάνη ή στους αδελφούς Μόσχους. Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό επισκέπτη - προσκυνητή, είναι η λιτότητα των οικοδομημάτων σε συνδυασμό με την απόλυτη εναρμόνισή τους με το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον.

13/2/08

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ [Ι]

Στον λόφο πάνω από τη σημερινή πόλη της Ζακύνθου δεσπόζει το Κάστρο της Ζακύνθου. Μέσα στα τείχη της περικλειόταν η πρώτη τειχισμένη πόλη που δημιουργήθηκε, μέχρι την σταδιακή μετακίνηση του πληθυσμού προς τον Αιγιαλό και την καινούργια Ζακύνθο που άρχισε να δημιουργείται γύρω από το λιμάνι. Η κατοίκηση φαίνεται, παρόλο που δεν έχουν γίνει ευρείας έκτασης ανασκαφές, πως είναι αδιάλειπτη τουλάχιστον από τη νεολιθική περίοδο μέχρι τα νεότερα χρόνια της αγγλοκρατίας τον 19ο αι. . Η πρώτη αρχειακή μαρτυρία για οχυρό ανάγεται στον 15ο αι. , ενώ τα υπάρχοντα τείχη χρονολογούνται κυρίως από τον 17ο αι. . Μέσα σε αυτά βρίσκονταν συρρικνωμένα ένα πλήθος από ιδιωτικές οικίες, δημόσια κτίρια, ναούς και πάρα πολλά πηγάδια και δεξαμενές. Η εγκατάλειψη του Κάστρου από έμψυχο δυναμικό άρχισε σταδιακά από τον 19ο αι. , για να ολοκληρωθεί μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864. Η σημερινή κατάσταση παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες για καθαριότητα και κατάλληλες συνθήκες επισκεψιμότητας είναι απογοητευτική, όσον αναφορά την πρόοδο των ανασκαφών και τη στερέωση των τειχών, που σε κάθε σχεδόν μεγάλο σεισμό κατρακυλά και ένα μέρος. Η πίεση προς το αρμόδιο Υπουργείο πρέπει να ενταθεί από όλους τους φορείς, διότι η σωτηρία και ανάδειξη της πρώτης πόλης της Ζακύνθου αφορά όλους μας. Πέρα από την αρχαιολογική αξία, μια βόλτα ανάμεσα στα ερείπια που σώζονται μέσα στο πευκοδάσος, σε συνδυασμό με την ανεπανάληπτη θεά προς όλες τις μεριές του νησιού, αποτελούν ανεκτίμητο θησαυρό για εμάς και τα παιδιά μας.

10/2/08

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗ

στον ομώνυμο ιερό ναό της πόλης της Ζακύνθου. Από εκεί προέρχονται και οι φωτογραφικές αποτυπώσεις του άνθινου στολισμού του ναού.

6/2/08

Ο ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Ο ιστορικός ναός του Αγίου Χαραλάμπη στην πόλη της Ζακύνθου, οικοδομήθηκε προς τιμήν του ομώνυμου αγίου από όλους τους κάτοικους της πόλης, εξαιτίας της λοιμικής και θανατηφόρας νόσου της πανώλης, που από το 1728 έως το 1731 αποδεκάτιζε τον ντόπιο πληθυσμό.
Οι Ζακύνθιοι έχοντας για τον ίδιο λόγο παλαιοτέρα πράξει παρομοίως, αποφάσισαν κοντά στο Λοιμοκαθαρτήριο στους Κήπους, όπου φυλάσσονταν όσοι είχαν μολυνθεί, να χτίσουν ναό στην αρχή σανιδένιο το 1728, μετά από το όνειρο του Γεωργίου Ξένου, ο οποίος είδε τον άγιο να καρφώνει την πανούκλα. Αμέσως, άρχισε να υποχωρεί η εξάπλωση της νόσου και οι κάτοικοι όλων των κοινωνικών στρωμάτων σύσσωμοι, έκαναν έρανο και έχτισαν με την επικύρωση της βενετικής πολιτείας έναν καινούργιο πέτρινο ναό, που έμελλε να αποτελεί σήμερα, μετά την καταστροφή του 1953 και παρά την αφαίρεση του γυναικωνίτη, ένα από τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα ζακύνθιας εκκλησιαστικής διακοσμητικής του 18ου αι. . Οι καλύτεροι ινταγιαδόροι (ξυλογλύπτες) , αργυρογλύπτες και αγιογράφοι του 18ου αιώνα καλέστηκαν να καταθέσουν την τέχνη τους δημιουργώντας μερικά από τα καλύτερά τους έργα. Ο Αναστάσιος Λαμπέτης και ο Ιωάννης Γρόπας σκάλισαν γύρω στο 1730 την περίφημη προσπετίβα (τέμπλο), ο Τζουάνες Μαργαρώνης έφτιαξε μερικές από τις μεγάλες κανδήλες και την ασημένια επένδυση της γνωστής λιτανευτικής εικόνας του Αγίου Χαραλάμπη και ο αγιογράφος Νικόλαος Καλέργης στόλισε με πάρα πολλά έργα του, σχεδόν όλη την εικονογραφία του τέμπλου.
Την υπογραφή του φέρουν οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού Μέγα Αρχιερέα και της Παναγίας βρεφοκρατούσας με χρονολογία ΑΨΜΓ [1743], καθώς και η εικόνα του Δωδεκαόρτου που αναπαριστά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου με χρονολογία ΑΨΛΣΤ [1736]. Στον Νικόλαο Καλέργη θα πρέπει να αποδοθεί και το υπόλοιπο Δωδεκάορτο και οι θύρες του τέμπλου που αναπαριστούν τον Χριστό ελκόμενο και Αγγέλους με τα σύμβολα του πάθους.
Προσφάτως, πραγματοποιήθηκε η συντήρηση της λιτανευτικής εικόνας του Αγίου Χαραλάμπη στο εργαστήριο συντήρησης της Μητροπόλεως Ζακύνθου στη Μονή του Αγίου Διονυσίου, το περιεχόμενο της οποίας από το 1757 που τοποθετήθηκε η ασημένια επένδυση και εντεύθεν, μόνον εικασίες δημιουργούσε για το τι απεικόνιζε. Η ευτυχία όλων ήταν μεγάλη όταν αποκαλύφθηκε ότι και αυτή η εικόνα ήταν έργο ενυπόγραφο του Νικολάου Καλέργη « ΧΕΙΡ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΛΕΡΓΗ ΑΨΛΒ΄ [1732] », που την καθιστά το πρώτο χρονολογικά γνωστό έργο που ο καλλιτέχνης έφτιαξε για το ναό. Οι παρόμοιες διαστάσεις που έχει με τις άλλες δεσποτικές εικόνες, μας κάνει να υποθέσουμε ότι μέχρι το 1828 που φτιάχτηκε η σημερινή δεσποτική εικόνα του Αγίου Χαραλάμπη από τον Δημήτριο Νομικό βρισκόταν στο τέμπλο και την ημέρα της εορτής την τοποθετούσαν σε ξύλινη επιχρυσωμένη καθέδρα και την λιτάνευαν, όπως απεικονίζεται στην ελαιγραφία με τη λιτανεία του ιερού λείψανου του Αγίου Χαραλάμπη, έργο του Ιωάννη Κοράη του έτους 1756. Ανυπολόγιστης όμως ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας καθιστά την εικόνα του Καλέργη η απεικόνιση της πόλης της Ζακύνθου την εποχή εκείνη. Συγκρινόμενη με άλλες ζωγραφικές αναπαραστάσεις της περιόδου του 18ου αι. και ανάλογα πάντα με τον περιορισμένο χώρο της ξύλινης επιφάνειας που διαθέτει ο αγιογράφος, η ανάπτυξη της πόλης δε στηρίζεται σε φανταστικά στοιχεία, αλλά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο Άγιος Χαραλάμπης γονυπετής δέεται προς τον Ιησού Χριστό να επέμβει και να κατακεραυνώσει, να εξαφανίσει το θανατικό που προκαλεί η νόσος της πανώλης. Αυτή παριστάνεται ως ανθρώπινη ημίγυμνη γυναικεία μορφή, με μακριά ανεμίζοντα μαλλιά, ενώ στα χέρια κρατούσε δρεπάνι που έχει εκπέσει, προσωποποιώντας και δραματοποιώντας με αυτόν τον τρόπο ο αγιογράφος τη θανατηφόρο νόσο, η οποία θέριζε τις ζωές των θνητών ανθρώπων. Στην αριστερή άνω γωνία ο Ιησούς κρατώντας το σύμβολο της νίκης και της αθανασίας, τον σταυρό, μέσα σε δόξα και περιστοιχισμένος από αγγέλους, κατακεραυνώνει την αρρώστια ευλογώντας τον μάρτυρά του και διά αυτού όλη την πόλη της Ζακύνθου, κάνοντας έτσι αποδεκτή τη μεσιτεία του.
Στη μέση σχεδόν της εικόνας στη δεξιά πλευρά υπάρχει στο χρυσό στιλβωτό φόντο η επιγραφή « ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΙΤΑΙΣ ΣΑΙΣ ΛΟΙΜΟΝ/ ΕΜΦ(Δ)?ΕΞΑΜΕΝΟΥ, ΝΑΩ ΤΙΜΑ ΣΕ/ Η ΔΕ ΡΥΣΘΕΙΣΑ/ ΠΟΛΙΣ» και από κάτω απεικονίζεται η νεόκτιστη εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπη δίπλα στο ποτάμι. Ο ναός δε διαφέρει από τη σημερινή του μορφή. Μόνη διαφορά τα δύο σε σχήμα οβάλ παράθυρα του βόρειου τοίχου (σε καμία άλλη μέχρι τώρα γνωστή απεικόνιση του κτιρίου δεν υπάρχουν) και ένα άλλο μικρό στην ίδια πλευρά, προς το μέρος του γυναικωνίτη. Τα παράθυρα αυτά ήταν αναγκαία μιας και ο ναός ήταν ψηλότερος εξαιτίας του γυναικωνίτη. Ήταν υπερυψωμένος με αύλειο χώρο και ολόγυρα κλεισμένος με μουράγιο. Είχε κεντρική είσοδο με σκαλοπάτια από τη βόρεια πλευρά που κοιτά στο ποτάμι, ενώ στη νοτιοδυτική μεριά διακρίνεται το κελί του ιερέα και στην ανατολή πίσω από το ιερό, υπήρχε κήπος. Το γνωστό πλακοειδές καμπαναριό δεν υφίσταται μιας και δεν είχε κτιστεί ακόμα. Οι δύο μικρές καμπάνες βρίσκονταν αναρτημένες στη βορειοδυτική πλευρά σε πρόχειρη ξύλινη κατασκευή. Μας ξαφνιάζει ευχάριστα η φυσιοκρατική απεικόνιση του χωρίς γένια μαυροφορεμένου νέου (πιθανώς αναγνώστη) να χτυπά τις καμπάνες και των λοιπών ανθρώπινων μορφών μπροστά από το ναό σε σκηνές της καθημερινότητας. Σαν να αποτύπωσε με το χρωστήρα του ο ζωγράφος ένα πρωινό έξω από το ναό, με τους χωρικούς να κουβαλούν τα εργαλεία της εργασίας τους και δεμάτια με ξύλα, με ένα σκύλο να συντροφεύει το αφεντικό του και με τους ευγενείς να συνομιλούν πεζοί ή πάνω στο άλογο, μέχρι και τους δυο ανεμόμυλους που βρίσκονταν στην εκβολή του ποταμού κοντά στην πεντακάμαρη γέφυρα της Επισκοπιανής.Μπροστά από αυτήν την όμορφη απεικόνιση του ναού και κάτω από τη μορφή του Αγίου Χαραλάμπη σε πρώτο πλάνο, απλωμένη σε όλη την κάτω πλευρά της εικόνας, απεικονίζεται όλη η τότε πόλη της Ζακύνθου, έτσι όπως κάποιος θα μπορούσε να τη δει καθώς ερχόταν από τη θάλασσα. Το Κάστρο μεγαλόπρεπα με τα νεόκτιστα τείχη του δεσπόζει στην κορυφή του λόφου. Διακρίνεται στη νοτιοανατολική πλευρά το κυκλικό οχύρωμα San Marco με την κόκκινη σημαία και το χρυσαφένιο λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας των Βενετών κατακτητών εκείνης της εποχής. Στη συνεχεία το οχύρωμα Bembo με την πανέμορφη πύλη στην οποία κατέληγε δρόμος που συνέδεε την πολιτεία του Κάστρου με αυτήν του Αιγιαλού. Διαβάζει κανείς ακόμη και σήμερα πάνω από την χτισμένη είσοδο τη λατινική επιγραφή με χρονολογία 1646. Ένας ολόκληρος κόσμος, για εκατό περίπου χρόνια όσο υπήρξε ανοιχτή η πύλη με τα τρία ανοίγματά της και μέχρι να καταστραφεί ο δρόμος που οδηγούσε σε αυτήν από σεισμό το 1738, περιδιάβαινε τη μεγάλη πόρτα για να εισέλθει στον τριγωνικό περίβολο. Μετά μέσω μιας άλλης μικρότερης θολωτής εισόδου, αφού περνούσε από το οικοδόμημα όπου βρισκόταν η καμπάνα ή ρολόι του Κάστρου, που αρχικά σήμαινε την έναρξη των συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Κοινότητας και αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως δημόσιο ρολόι μέχρι το 1844 όπου και καταργήθηκε, βρισκόταν στην καρδιά της δημόσιας ζωής της καστροπολιτείας. Μπροστά του ξανοίγονταν οι στρατώνες, οι πυριτιδαποθήκες, το παλάτσο του Πρεβεδούρου, όπου συνεδρίαζε το Συμβούλιο της Κοινότητας και πιο κάτω όπως οδηγούσε ο κεντρικός δρόμος ξεκινούσαν οι σκοντράδες (συνοικίες) του Κάστρου με τις ονομαστές τους εκκλησίες… Άγιος Φραγκίσκος, Σωτήρας, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Χρυσοπηγή, Αγία Βαρβάρα, Άγιος Νικήτας, Υπεραγία Θεοτόκος η Λαουρένταινα, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και τόσες άλλες.
Στην εικόνα ευδιάκριτα φαίνεται το με κωνοειδή οξυκόρυφη στέγη κτίριο που βρισκόταν η καμπάνα και κάποια από τα παραπλήσια δημόσια κτίρια που προαναφέραμε. Στη βορειοανατολική άκρη του Κάστρου διακρίνεται ο γνωστός σε όλους προμαχώνας Grimani, όπου τα νεότερα χρόνια βρισκόταν το σινιάλο ή τηλέγραφος. Δίπλα από τα τείχη του Κάστρου, στην απόληξη της στράτας Γκιουστινιάνα ή της «Κοντής» όπως ονομαζόταν στα νεώτερα χρόνια, επειδή ήταν ο πιο σύντομος δρόμος για το Κάστρο, είναι ζωγραφισμένη η πέτρινη πύλη με τη σιδερένια πόρτα της και έναν μικρό οικίσκο, πιθανότατα φυλάκιο και από πίσω κατά μήκος όλης της κορυφογραμμής οι περίφημοι ανεμόμυλοι του συνοικισμού Μπόχαλη.
Στην παραλιακή ζώνη διακρίνονται τα κτίρια κάποιων εκκλησιών να συνορεύουν με τη θάλασσα. Ο πρώτος ναός προς τη Φανερωμένη πιθανόν να είναι αυτός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου των Λογοθετών. Χτισμένος από την ομώνυμη αρχοντική οικογένεια στα τέλη του 15ου αι., ξαναχτίστηκε το 1606 και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες των αδελφών Γεωργίου και Δημητρίου Μόσχου. Δυστυχώς, αποτεφρώθηκε και εξαφανίστηκε με τους σεισμούς του 1953. Πιο πάνω σε ένα μεγάλο πλάτωμα στην έξοδο της πόλης βρίσκεται ένας άλλος ναός με απλό καμπαναριό. Πρέπει να είναι αυτός του Αγίου Παύλου, η ύπαρξη του οποίου αναφέρεται από το 1577. Το τριγωνικό πλάτωμα του Αγίου Παύλου ήταν η απόληξη της Πλατείας Ρούγας και ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα όμως προσεισμικά, αποτέλεσε το κέντρο του εμπορίου της οξωμερίας, όπου στάθμευαν οι χωρικοί και άφηναν την πραμάτεια τους. Πιο ψηλά προς τη μεριά του Κάστρου, στο λοφίσκο του Μαρκέκου ή στον Πετροπόλεμο, απεικονίζεται άλλη μια εκκλησία περιτειχισμένη με απλό καμπαναριό. Είναι ο ναός του Προφήτη Ηλία χτισμένος από το 1683, ενώ ο ναΐσκος ακριβώς απέναντι προς την ενδοχώρα του νησιού πάνω σε ύψωμα πρέπει να είναι της Αγίας Μαρίνας του Κουλουρά ή στα Καμίνια, μνημονευόμενος ήδη από τον 17ο αι. .
Στη συνεχεία της παραλίας μετά τον Άγιο Ιωάννη των Λογοθετών διακρίνεται ο ναός του Αγίου Λουκά και στο κέντρο της πόλης στην πλευρά της θάλασσας το εκκλησιαστικό οικοδόμημα που απεικονίζεται, είναι των Αγίων Σαράντα. Η ιστορία αυτού του ναού είναι παρόμοια με του Αγίου Χαραλάμπη. Αρχικά έγινε ξύλινος το 1646 και αργότερα με την οικονομική αρωγή των κατοίκων της πόλης και ιδιαίτερα της συνοικίας εκείνης, χτίστηκε πέτρινος σε οικόπεδο που παραχώρησε ο ευγενής Μπατίστας Μοτσενίγος. Αιτία, υπήρξε η επιδημία πανούκλας, η οποία το 1646 αφάνιζε τον πληθυσμό. Στο ναό αυτόν, που κάηκε και εξαφανίστηκε με τους σεισμούς του 1953, οι Κρήτες πρόσφυγες του 1669 αφιέρωσαν παρά πολλά ιερά κειμήλια που έφεραν μαζί τους. Δίπλα από την εκκλησία απεικονίζονται ένα αρχοντικό με τυφλή τοξοστοιχία στον δεύτερο όροφο, ένα μεγάλο πλάτωμα και στην απέναντι πλευρά ένα μακρόστενο διώροφο κτίριο (πιθανόν αποθήκες του αρχοντικού) χτισμένο πάνω σε επιχωματώσεις να προεξέχει έντονα από την ακτογραμμή. Ο αγιογράφος την παραλιακή αυτή ζώνη, που αναφέρεται με τις ονομασίες «ατελολιμένειον» ή «πόρτο Φράνκο», μέχρι το λιμάνι στον Άγιο Νικόλαο του Μόλου, δεν την αναπαριστά ζωγραφικά σε όλη της την έκταση, πιθανόν εξαιτίας του περιορισμένου χώρου που είχε, μιας και έπρεπε να τονίσει την αρχή της πόλης από τη Φανερωμένη μέχρι τη συνοικία περίπου της Αγίας Τριάδας, δηλαδή το εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Σε άλλες ζωγραφικές απεικονίσεις της ίδιας περιόδου ο χώρος αυτός που οριζόταν από τα προεξέχοντα προς τη θάλασσα αρχοντικά του Καπνίση, που προαναφέραμε, με τις κάνεβες, τα σκουέρα και τους πολλούς ναούς, έως την οικία του Σέρρα και ο οποίος έκανε ένα εσωτερικό κοίλο, ήταν γεμάτος με αρχοντικά και ιδιωτικούς μόλους και λειτουργούσε σα δεύτερο λιμάνι, όπου φορτώνονταν και ξεφορτώνονταν τα εμπορεύματα στις μεγάλες αποθήκες που υπήρχαν εκεί, κάτι που διατηρήθηκε στην περιοχή μέχρι τις ημέρες μας.
Κοντά στο παλιό λιμάνι, στη σημερινή πλατειά Σολωμού διακρίνεται ένα ημιυπαίθριο κτίσμα με ξύλινο υπόστεγο. Πρόκειται για το αρσενάλε, το ναυπηγείο δηλαδή, όπου εναπόθεταν σχοινιά, τους κιλλίβαντες των πυροβόλων, τους ιστούς, τις άγκυρες, και διατελούσε υπό την επίβλεψη του λιμενάρχη, ο οποίος είχε τη φροντίδα της σωστής αγκυροβολίας των πλοίων και το άναμμα του φανού στο καμπαναριό του Αγίου Νικολάου. Ακριβώς δίπλα από τη μάνδρα του υπόστεγου το μικρό κτίσμα που διακρίνεται πρέπει να είναι η Παναγία του Τουρουφλή ή στο αρσενάλε, κτισμένη το 1661 και στολισμένη με έργα του Νικολάου Καλέργη, που βρίσκονται σήμερα στο Βυζ. και Μεταβυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου. Από την άλλη πλευρά προβάλλει ένα τριώροφο αρχοντικό με δύο καμάρες, πιθανόν το αρχοντικό της οικογένειας Βαλσάμου, εκεί όπου σήμερα είναι το ξενοδοχείο «Φοίνιξ», ενώ δίπλα και από πίσω διακρίνονται και άλλα αρχοντόσπιτα.
Από την άκρη αυτού του επιβλητικού για την εποχή του κτιρίου, ξεκινά η περίφημη ρεστελάτα που κατέληγε στα οικήματα όπου στέγαζαν το υγειονομικό και το τελωνείο, δίπλα στο ναό του Αγίου Νικολάου του Μόλου. Τη ρεστελάτα αποτελούσαν δύο επιμήκεις στοές σε σχήμα γάμα και μπροστά τους προς τη θάλασσα είχαν λότζα (υπόστεγο). Στους χώρους αυτούς εισάγονταν όσοι έρχονταν με τα πλοία για υγειονομικό έλεγχο, επίσης φιλοξενούσαν στρατιωτικές μονάδες και καταστήματα. Όπως και σήμερα με τις εισόδους των λιμανιών, έτσι και τότε ο χώρος αυτός υπήρξε ζωτικός και ο πιο θορυβώδης της Ζακύνθου, μιας και αποτελούσε την πύλη εισόδου και εξόδου από το νησί. Μετά τους απαραίτητους έλεγχους ο ταξιδιώτης βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο της νέας πόλης, που είχε αναπτυχθεί γύρω από το λιμάνι.
Δίπλα από τη ρεστελάτα, βρίσκονται τα κτίρια του τελωνείου (Ντουάνα) και του υγειονομείου (σανιτά), που άνηκαν στο ναό του Αγίου Νικολάου του Μόλου, ο οποίος διακρίνεται με το πυργωτό του καμπαναριό, πάνω στο οποίο λειτουργούσε φανάρι για τους ναυτιλλομένους.Από τον Άγιο Νικόλαο ξεκινούσε ο Στενόφορος για να συναντήσει την εκκλησία των Αγίων Πάντων με το επίσης πυργωτό κωδωνοστάσιο που άρχισε να κτίζεται το 1695 και στην εικόνα μας του 1732 φαίνεται τελειωμένο Κι αυτός ο ναός οικοδομήθηκε με αιτία την πανούκλα το 1617. Δίπλα, μεταξύ ναού και κωδωνοστασίου βρισκόταν όπως πάντοτε, μέχρι τους σεισμούς του 1953 που αφάνισαν την εκκλησία, το κελί του εφημερίου.
Με αυτήν την εικόνα του Αγίου Χαραλάμπη, η οποία ξεφεύγει από τα συνηθισμένα πρότυπα των δεσποτικών εικόνων, ο αγιογράφος Νικόλαος Καλέργης διακατεχόμενος από τα αισθήματα ευγνωμοσύνης όλου του ζακυνθινού λαού προς τον μεσιτεύοντα άγιο, αποτύπωσε με το χρωστήρα του όλην τη Ζάκυνθο έτσι όπως ένα πρωί του 1732 θα μπορούσε κάποιος να τη ζήσει. Με ένα λιμάνι να σφύζει από κίνηση, με τους χωρικούς να πηγαίνουν στις εργασίες τους, με τους ευγενείς να απολαμβάνουν τους περιπάτους τους, με τις εκκλησίες σημαιοστολισμένες, με την τοιχισμένη πολιτεία του Κάστρου να δεσπόζει πάνω στη νέα πόλη και με τη βενετσιάνικη παντιέρα να κυματίζει. Όλοι κατακτητές και αρχόμενοι, πλούσιοι και φτωχοί, έμψυχος και άψυχος φύση όλοι υποβάλλουν τα σέβη τους προς τον ιερομάρτυρα Χαράλαμπο.
[Αποσπάσματα από : π. Διον. Λυκογιάννης, εφημερίδα Ερμής, αρ.φ. 2857 και 2858, σσ. 17 και 15, Ζάκυνθος, 04/2/2008 και 05/2/2008]